Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Αρχιστράτηγος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και πολιτικός του Ελληνικού Κράτους

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (Ραμοβούνι, Μεσσηνία, 3 Απριλίου 1770 - Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 1843[α]) ήταν Έλληνας αρχιστράτηγος και ηγετική μορφή της Επανάστασης του 1821, οπλαρχηγός, πληρεξούσιος, Σύμβουλος της Επικρατείας. Απέκτησε το προσωνύμιο Γέρος του Μωριά. Μετά θάνατον τιμήθηκε από την Ελληνική Πολιτεία με τον βαθμό του Στρατάρχη.


Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Πίνακας του Διονυσίου Τσόκου
Γέννηση3  Απριλίου 1770 και 1770
Ραμοβούνι, Εγιαλέτι του Μοριά, Οθωμανική Αυτοκρατορία (σημερινή Ελλάδα)
Θάνατος4  Φεβρουαρίου 1843
Αθήνα
ΧώραΡωσική Αυτοκρατορία
Βρετανική Αυτοκρατορία
Βασίλειο της Ελλάδας
Κλάδος Ρωσικό αυτοκρατορικό πολεμικό ναυτικό
Βρετανικός Στρατός Ξηράς
Φιλική Εταιρεία
Ελληνικός Επαναστατικός Στρατός
Ελληνικός Στρατός
Εν ενεργεία1785–1843
ΒαθμόςΤαγματάρχης (Βρετανικός Στρατός)
Αρχιστράτηγος (στην επανάσταση)
Αντιστράτηγος (Ελληνικός Στρατός)
ΔιοικήσειςΕλληνικές Επαναστατικές Δυνάμεις
Μάχες/πόλεμοιΡωσοτουρκικός πόλεμος (1806–1812)
Ελληνική Επανάσταση του 1821
ΤιμέςΤάγμα του Σωτήρος
ΣύζυγοςΑικατερίνη Καρούτσου
ΣυγγενείςΚωνσταντής Κολοκοτρώνης (πατέρας)
Ζαμπία Κωτσάκη (μητέρα)
Γεώργιος Κολοκοτρώνης (εγγονός)
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Το άγαλμα του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη στο Ραμοβούνι Μεσσηνίας, τόπο γεννήσεώς του

Βιογραφία

Επεξεργασία

Καταγωγή

Επεξεργασία

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καταγόταν από την φημισμένη οικογένεια Κολοκοτρώνη της οποίας γενάρχης ήταν ο Τριανταφυλλάκος Τζεργίνης και η οποία προερχόταν από το χωριό Ρουπάκι, στα σημερινά σύνορα Μεσσηνίας-Αρκαδίας.[1] Ο Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στο Ραμοβούνι της Μεσσηνίας, αν και η οικογένειά του ζούσε στο Λιμποβίσι Αρκαδίας και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στον πύργο της Καστάνιτσας στη Μάνη. Τον πατέρα του τον έβλεπε πολύ σπάνια. Το όνομα Θεόδωρος ήταν καινούργιο στη γενιά του. Του το έδωσαν προς τιμήν του Ρώσου αξιωματικού Θεόδωρου Ορλώφ (Фёдор Григорьевич Орлов), ο οποίος κατά τη διάρκεια της Ορλωφικής επανάστασης είχε γίνει πολύ αγαπητός εξιστορώντας συνεχώς στους πληθυσμούς την αρχαία ελληνική δόξα. Τον βάφτισε ο Ιωάννης Παλαμήδης από την Στεμνίτσα, πατέρας του Ρήγα Παλαμήδη.[εκκρεμεί παραπομπή] Ο πατέρας του Θεόδωρου, Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, πήρε μέρος στην ένοπλη εξέγερση των Ορλοφικών, η οποία υποκινήθηκε από την Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας το 1770 και σκοτώθηκε μαζί με δύο αδελφούς και τον φημισμένο Παναγιώταρο στον πύργο της Καστάνιτσας από τους Τούρκους.

Παιδικά χρόνια

Επεξεργασία

Από μικρός, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ακολούθησε τον πατέρα του στις διάφορες δράσεις του κατά των Τούρκων. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, μετακόμισε με την μητέρα, την αδελφή και τον θείο του Αναγνώστη, στο χωριό Μηλιά.[2] Σε ηλικία 15 ετών έγινε αρματολός στην επαρχία Λεονταρίου.[2] Πέντε χρόνια αργότερα, το 1790, παντρεύτηκε στον Άκοβο την κόρη προεστού του Ακόβου, Αικατερίνη Καρούτσου. Στον Άκοβο έζησε τα επόμενα 7 χρόνια μέχρι το 1797 σαν οικογενειάρχης και νοικοκύρης, απέκτησε κτήματα, σπίτι και περιουσία. Επίσης εκεί γεννήθηκαν τα πρώτα παιδιά του.[εκκρεμεί παραπομπή]

Η δράση του Κολοκοτρώνη σιγά-σιγά απλώθηκε, μαζί με την φήμη του, σ' όλη την Πελοπόννησο. Το 1802 είχε γίνει τόσο επικίνδυνος στους κατακτητές, ώστε ο βοεβόδας της Πάτρας πέτυχε να εκδοθεί σουλτανικό φιρμάνι που τον καταδίκαζε σε θάνατο και ανέθετε την εκτέλεση στους προεστούς, οι οποίοι αν δεν κατόρθωναν να τον σκοτώσουν θα εκτελούνταν οι ίδιοι.

Έχοντας αποκτήσει πείρα και στην θάλασσα ως κουρσάρος, το 1805 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του ρωσικού στόλου κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο. Τον Ιανουάριο του 1806 και ενώ βρισκόταν στην Πελοπόννησο βγήκε διάταγμα δίωξής του. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να ακολουθήσει πολύμηνη περιπετειώδης και δραματική καταδίωξή του από τους Τούρκους σε πολλά χωριά και πόλεις της Πελοποννήσου.[εκκρεμεί παραπομπή] Όταν οι κάτοικοι των Βερβένων αρνήθηκαν να συνδράμουν τους καταδιωκόμενους κλέφτες, αυτοί κατέστρεψαν το χωριό. Ο Κολοκοτρώνης αναφέρει το γεγονός στην Διήγησή του: «ἐστείλαμεν εἰς τὰ Βέρβενα νὰ μᾶς στείλῃ ψωμὶ καὶ ζωοτροφίας, καὶ αὐτοὶ μᾶς ἀποκρίθησαν: ἔχομε βόλια καὶ μπαροῦτι, καὶ ἐπήγαμε καὶ τοὺς 'χαλάσαμε.».[3] Κατάφερε τελικά, μαχόμενος, να διαφύγει με πλοιάριο, φεύγοντας από περιοχή στα δυτικά του Λακωνικού κόλπου και περνώντας στα ρωσοκρατούμενα Κύθηρα με ενδιάμεση στάση στην Ελαφόνησο λόγω κακοκαιρίας. Από το 1810 υπηρέτησε στο ελληνικό στρατιωτικό σώμα του αγγλικού στρατού στην Ζάκυνθο, όπου γρήγορα διακρίθηκε για την δράση του εναντίον των Γάλλων και έφτασε στον βαθμό του ταγματάρχη.

 
Γράμμα του Κολοκοτρώνη στον Πλαπούτα (10 Ιουνίου 1822).
 
Η εξάρτυση, τα όπλα και προσωπικά αντικείμενα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.

Φιλική Εταιρεία

Επεξεργασία

Το 1818 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία και τον Ιανουάριο του 1821 ξαναγύρισε στην Μάνη όπου άρχισε να προετοιμάζει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο γνωρίζοντας ότι η ημέρα έναρξης ήταν η 25η Μαρτίου[4]. Βρέθηκε στην Καλαμάτα κατά την αναίμακτη κατάληψη της πόλης στις 23 Μαρτίου 1821 υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και την πομπώδη δοξολογία. Την επομένη κινήθηκε προς την Μεγαλόπολη με τον Νικηταρά και την 25η Μαρτίου το πρωί βρίσκονταν στον Κάμπο της Καρύταινας ή της Μεγαλόπολης Αρκαδίας. Ο Κολοκοτρώνης έμεινε στο χωριό Τετέμπεη, ενώ ο Νικηταράς στα «πίσω χωριά» ή Σιαμπάζικα. Είχε οριστεί στις 25 Μαρτίου να βρίσκονται όλοι οι οπλαρχηγοί στις επαρχίες τους, ώστε να κηρυχθεί η Επανάσταση, όπως και έγινε.[5]

Στην Επανάσταση

Επεξεργασία
 
Ο ανδριάντας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια.

Πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του Αγώνα, όπως στην νίκη στο Βαλτέτσι (13 Μαΐου 1821), στην άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), στην καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822), όπου διέσωσε τον Αγώνα στην Πελοπόννησο, αφού πρυτάνευσαν η ευφυΐα και η τόλμη του στρατηγικού του νου. Οι επιτυχίες αυτές τον ανέδειξαν σε αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου. Στην διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου, πολλές φορές[εκκρεμεί παραπομπή] προσπάθησε να αμβλύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους αντιπάλους, αλλά παρόλα αυτά δεν απέφυγε τη ρήξη. Μετά από ένοπλες συγκρούσεις, ο ίδιος και ο γιος του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο Ναύπλιο.

Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του Κολοκοτρώνη στα απομνημονεύματά του σχετικά με την κατάληψη της Τριπολιτσάς:

Όταν έμβηκα εις την Τριπολιτσά, με έδειξαν τον Πλάτανο εις το παζάρι όπου εκρέμαγαν τους Έλληνας. Αναστέναξα και είπα: «Άιντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθηκαν εκεί», διέταξα και το έκοψαν.

 
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ. Επί εγγράφου της 7ης Ιουνίου 1825 από Καμάρες (ΓΑΚ Βλαχ. φ.29)

Ο Σουλτάνος ζήτησε την βοήθεια της Αιγύπτου για να καταστείλει την Επανάσταση, οπότε ο γιος του Μεχμέτ Αλή και διάδοχος του αιγυπτιακού θρόνου Ιμπραήμ αποβιβάστηκε το 1825 στην Πελοπόννησο. Η Σφακτηρία και το Ναυαρίνο έπεσαν στα χέρια των Αιγυπτίων και τότε ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίστηκε για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Χωρίς πολυάριθμο στρατό ξεκίνησε και πάλι τον κλεφτοπόλεμο, που διήρκεσε ως το 1828, όταν στην Ελλάδα έφτασε το στράτευμα του στρατηγού Μαιζώνος με εντολή του Καρόλου Ι´ της Γαλλίας να διασώσει την Ελλάδα από τα αιγυπτιακά στρατεύματα (η Γαλλική Εκστρατεία του Μωριά).

Η Γ' Εθνοσυνέλευση Ερμιόνης ονομάζεται Εθνοσυνέλευση με μέρος από τους πληρεξούσιους της Ελλάδας, η οποία έγινε από τις 18 Ιανουαρίου 1827 μέχρι τις 17 Μαρτίου 1827 στην Ερμιόνη Αργολίδας. [6] [7]. . Ο Κολοκοτρώνης συμμετείχε ως πληρεξούσιος στην τελευταία, την ΙΖ' Συνεδρίαση της 17ης Μαρτίου 1827.

Αξίζει να τονιστεί η στρατηγική φυσιογνωμία του Κολοκοτρώνη, καθώς διοικούσε τα στρατεύματα με ιδιοφυή τρόπο, χρησιμοποιώντας τις τακτικές του κλεφτοπολέμου, ώστε να μπορεί να αντεπεξέρχεται το στράτευμα στην αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου. Ενδεικτικό της δυσκολίας του αγώνα του 1821 είναι το παρακάτω απόσπασμα από τα απομνημονεύματά του:

Ο Ιμπραΐμης μου επαράγγειλε μια φορά "διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν (κατά μέτωπον)". Εγώ του αποκρίθηκα, ας πάρη πεντακόσιους, χίλιους, και παίρνω και εγώ άλλους τόσους, και τότε πολεμούμε, ή αν θέλη ας έλθη και να μονομαχήσωμεν οι δύο. Αυτός δεν με αποκρίθηκε εις κανένα. Και αν ήθελε το δεχθή το έκαμνα με όλην την καρδιάν, διότι έλεγα αν χανόμουν, ας πήγαινα, αν τον χαλούσα, εγλύτωνα το έθνος μου.

Επίσης μεγάλη σημασία έδινε στην καταστροφή των πόρων (τροφές/ζωοτροφές) του αντιπάλου, καθώς και στην εξασφάλιση τροφής για το στράτευμά του. Αναγνώρισε πολλές φορές το έργο και την σημασία των Ελλήνων κτηνοτρόφων, οι οποίοι εξασφάλιζαν με τα χιλιάδες ζώα τους τροφή για την υποστήριξη των μαχητών και γενικά της Επανάστασης.

Ελληνικό κράτος

Επεξεργασία

Ως το τέλος της Επανάστασης ο Κολοκοτρώνης συνέχισε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα της εποχής.

 
Ο Κολοκοτρώνης στη νεκρική κλίνη.

Υπήρξε ένθερμος οπαδός της πολιτικής του Καποδίστρια και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την ενθρόνιση του Όθωνα[εκκρεμεί παραπομπή].

Το 1832, μην αναγνωρίζοντας τη διοικητική επιτροπή[ασαφές], είχε προχωρήσει σε δημοπρασία την παραγωγή από τις εθνικές γαίες, καθώς και ζήτησε την κατακράτηση της δεκάτης, ενώ είχε την εξουσία στην ύπαιθρο.[8]

Το 1833 όμως οι διαφωνίες[ασαφές] του με την Αντιβασιλεία τον οδήγησαν μαζί με άλλους αγωνιστές πάλι στις φυλακές της Ακροναυπλίας στο Ναύπλιο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Έτσι στις 25 Μαΐου 1834 μαζί με τον Πλαπούτα καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά σύντομα η ποινή μετατράπηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση. Έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, οπότε και ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του «Συμβούλου της Επικρατείας». Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο "Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836" και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε στις 16 Φεβρουαρίου 1843 το πρωί, από εγκεφαλικό επεισόδιο, έχοντας επιστρέψει από γιορτή στα βασιλικά ανάκτορα, όπου τα τελευταία χρόνια ήταν υπασπιστής του Όθωνα.[εκκρεμεί παραπομπή]

 
Το ταφικό μνημείο του Κολοκοτρώνη στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας

Ο Κολοκοτρώνης κηδεύτηκε με κάθε επισημότητα στην Αθήνα. Το φέρετρο με τον νεκρό του το ακολούθησε πομπή χιλιάδων λαού σε μια κατανυκτική διαδρομή που διήλθε από τις οδούς Ερμού και Αιόλου για να καταλήξει στον –τότε- Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Ειρήνης, όπου και τελέσθηκε η νεκρώσιμη ακολουθία. Γύρω του βρίσκονταν όλοι οι εναπομείναντες εν ζωή συμπολεμιστές του, όπως οι Γεώργιος Κουντουριώτης, Τζαβέλας, Δημήτρης Πλαπούτας, Ρήγας Παλαμήδης, Μακρυγιάννης, Γιατράκος, Δεληγιάννης κ.ά. Στα πόδια του είχε εναποτεθεί μια τουρκική σημαία για να συμβολίζει τις μεγάλες του νίκες επί των οθωμανών καθ' όλη την διάρκεια της επανάστασης. Συντετριμμένοι παρακολούθησαν την τελετή οι δυο γιοι του «Γέρου του Μωριά», ο Γενναίος και ο Κολίνος που αναλύθηκαν σε λυγμούς την στιγμή που εκφωνούνταν οι επικήδειοι λόγοι, ενώ ο δεύτερος έχασε και τις αισθήσεις του[9].

Σημείο αναφοράς της ομιλίας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στη Πνύκα (1838) αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα:

Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: «Πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα;», αλλά ως μία βροχή έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας και όλοι (και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι) εσυμφωνήσαμε εις αυτόν τον σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.

Δίκη του Κολοκοτρώνη

Επεξεργασία

Πριν την άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα οι Μαυροκορδάτος και Κωλέττης (θεωρώντας τον Κολοκοτρώνη ως εμπόδιο στα σχέδιά τους για την κάλυψη των θέσεων εξουσίας) τον συκοφαντούσαν και έστειλαν επιστολή στο Μόναχο ότι δήθεν ετοιμάζει στράτευμα προκειμένου να μην επιτρέψει στον Όθωνα να πατήσει στην Ελλάδα. Όταν το αντιλήφθηκε αυτό ο Κολοκοτρώνης, έβαλε την στολή και την περικεφαλαία του και πήγε στο Ναύπλιο να υποδεχτεί τον Όθωνα και να υποβάλει τα σέβη του. Ύστερα έφυγε σε ένα αγρόκτημα που είχε έξω από την πόλη, όπως ο ίδιος γράφει:

Όσον ηµπόρεσα έκαµα το χρέος µου. Είδα την πατρίδα µου ελεύθερη, είδα εκείνο όπου ποθούσα και εγώ και ο πατέρας µου και ο πάππος µου και όλη η γενιά µου καθώς και όλοι οι Έλληνες. Και έτσι απεφάσισα να πάω εις ένα περιβόλι, όπου είχα έξω από τ’ Ανάπλι. Επήγα, εκάθησα και απερνούσα τον καιρό µου καλλιεργώντας. Και ευχαριστούµην να βλέπω να προοδεύουν τα µικρά δένδρα που εφύτευα.[10]

Κατά την απολογία του, όταν ερωτάται τι επάγγελμα κάνει, αυτός απαντά:

Στρατιωτικός. Κρατάω 49 χρόνους στο χέρι το σουλντάδο (σ.σ.: ντουφέκι) και πολεµώ για την πατρίδα. Πολεµούσα νύχτα-µέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιµήθηκα µια ζωή. Είδα τους συγγενείς µου να πεθαίνουν, τ’ αδέρφια µου να τυραννιούνται και τα παιδιά µου να ξεψυχάνε µπροστά µου. Μα δεν δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά µας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω.

Ενώ σχετικά με τις κατηγορίες, τις αρνείται όλες και λέει χαρακτηριστικά:

Ύστερα από τον φόνο του κυβερνήτη η πατρίδα ήτανε χωρισµένη στα δύο. Εγώ έκαµα ό,τι µπορούσα για να σταµατήσει ο εµφύλιος σπαραγµός. Όταν έµαθα την εκλογή του βασιλιά, του έστειλα µαζί µε τους φίλους µου µια αναφορά φανερώνοντας την αφοσίωσή µας. Όταν ήρθε στ’ Ανάπλι, σκόρπισα τους ανθρώπους µου και εγώ τράβηξα στο περιβόλι µου να ησυχάσω.


Εισαγγελέας της έδρας ήταν ο Σκωτσέζος φιλέλληνας Εδουάρδος Μέϊσον (Edward Masson), ο οποίος -όπως αναφέρει ο Γερµανός ιστορικός Καρλ Μέντελσον-Μπαρτόλντι- ήταν «εµπαθής πολέµιος της ρωσικής µερίδος» και «είχε υπερασπιστεί µε πάθος τον φονιά του Καποδίστρια, Γεώργιο Μαυροµιχάλη». Από τα πέντε μέλη της έδρας οι ∆ηµήτριος Σούτσος, ∆ηµήτρης Βούλγαρης και Φωκάς Φραγκούλης είχαν πεισθεί για την καταδίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, ενώ ο Αθανάσιος-Αναστάσιος Πολυζωίδης (ο οποίος ήταν και πρόεδρος της δίκης) και ο Γεώργιος Τερτσέτης τον θεωρούσαν αθώο. Ο Πολυζωίδης κατά την σύσκεψη των δικαστών λέει στους άλλους τρεις: «Θεωρώ την απόφασή σας εντελώς άδικη. ∆εν στηρίζεται σε αποδείξεις, αλλά σε ψευδέστατη βάση και αποτελεί προσβολή και αυτού του ιερού ονόµατος της αλήθειας». Οι τρεις δικαστές δεν άλλαξαν γνώμη και τον κάλεσαν να υπογράψει την καταδίκη. Αφού αυτός αρνήθηκε, ο υπουργός Δικαιοσύνης που ήταν παρών διέταξε τους χωροφύλακες να τον αρπάξουν και να τον ανεβάσουν στην έδρα. Ακόμα και εκεί αρνείται να αναγνώσει την καταδίκη και τότε ο υπουργός την δίνει να την διαβάσει ο γραμματέας. Η καταδίκη είχε υπερψηφιστεί με 3 ψήφους υπέρ και 2 κατά. Στο άκουσμα της καταδίκης σε θάνατο τόσο του Κολοκοτρώνη όσο και του Πλαπούτα ο Κολοκοτρώνης θα συνεχίσει να παίζει με το κομπολόι του και κάνει τον σταυρό του και λέει «Κύριε ελέησον. Μνήσθητί µου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου». Ύστερα έβγαλε καπνό από την ταμπακιέρα του και κάπνισε. Ωστόσο λόγω της αναταραχής που προκλήθηκε λόγω της απόφασης σε όλο το Ναύπλιο, η ποινή τρεις μέρες μετά την δίκη άλλαξε σε 20 χρόνια φυλάκισης. Με την ενηλικίωση του Όθωνα όμως το 1835 ο βασιλιάς υπογράφει την αποφυλάκιση τόσο του Κολοκοτρώνη όσο και των άλλων αγωνιστών.[11]

Οικογένεια

Επεξεργασία

Οι Τούρκοι κυνήγησαν την οικογένειά του, η οποία αναγκάστηκε να φύγει από τον πύργο -Ο Θεόδωρος ήταν τότε δέκα χρόνων-και να βρει καταφύγιο στην Μηλέα της Μεσσηνιακής Μάνης.Ο Κολοκοτρώνης ήταν παντρεμένος από το 1790 με την Αικατερίνη Καρούτσου, κόρη του προεστού και Μορόγιαννη του Άκοβου, Δημητρίου Καρούτσου[12]. Παιδιά του με την Αικατερίνη ήταν ο Γενναίος (Ιωάννης), που έγινε στρατιωτικός και μετέπειτα πρωθυπουργός, ο Κωνσταντίνος, ο Πάνος (που δολοφονήθηκε το 1824) και η Ελένη, σύζυγος του Νικήτα Δικαίου. Ο Κολοκοτρώνης είχε έναν ακόμη γιο (τον επίσης Πάνο Κολοκοτρώνη) που τον απέκτησε εκτός γάμου με τη Μαργαρίτα Βελισσάρη, κόρη του Αγγελή Βελισσάρη.[εκκρεμεί παραπομπή] Έγινε αξιωματικός και διοικητής της σχολής Ευελπίδων.

Πρόσληψη και αποτίμηση

Επεξεργασία
 
Ο Κολοκοτρώνης σε έργο του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου με πρότυπο πίνακα του Πέτερ φον Ες (1933). Μουσείο Θεόφιλου.

Η κοινή αποδοχή που είχε αποκτήσει ο Κολοκοτρώνης χάρη στις στρατηγικές του ικανότητες κατά τα πρώτα έτη της Επανάστασης και κυρίως με τη νίκη του επί του Δράμαλη το 1822 εφθάρη τα επόμενα χρόνια με την εμπλοκή του στις εμφύλιες συγκρούσεις και την ανάδειξή του στα κατοπινά χρόνια ως ηγετικής μορφής μίας από τις αντιπαρατιθέμενες μερίδες στην Ελλάδα, έως ότου η αμνήστευσή του από τον Όθωνα και η ένταξή του στο βασιλικό περιβάλλον σήμαναν την καταπράυνση των χρόνιων αυτών αντιπαλοτήτων.[13] Στον κύκλο του Κολοκοτρώνη βρίσκονταν αρκετοί συγγραφείς, όπως ο Αμβρόσιος Φραντζής, ο Φωτάκος κ.ά., αποκαλούμενοι υποτιμητικά «Κολοκοτρωνιστές» από τους επικριτές του, που συνέγραψαν την ιστορία της επανάστασης αποδίδοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στον Κολοκοτρώνη, ο οποίος ωστόσο βρέθηκε στο στόχαστρο των επικρίσεων των προκρίτων που ασχολήθηκαν με την καταγραφή των επαναστατικών γεγονότων.[14] Ήδη στα μέσα του 19ου με τη συμβολή κυρίως του Τερτσέτη και άλλων, που διέσωσαν ανέκδοτα περιστατικά του βίου του, είχε αρχίσει να σχηματίζεται μια εικόνα για τον Κολοκοτρώνη με βασικά χαρακτηριστικά την λαϊκή σοφία και πονηριά, που εμπεδώθηκε το υπόλοιπο του αιώνα σε πλήθος εκθειαστικών βιογραφιών και άλλων αφηγήσεων για την Επανάσταση.[15] Παράλληλα, η μορφή του Κολοκοτρώνη ξεκίνησε να θεωρείται προσωποποίηση του ελληνικού έθνους, με βάση την μυθική εικόνα που ο ίδιος είχε παρουσιάσει στην Διήγησή του ως ακατάπαυστα αντιστεκόμενου στην οθωμανική εξουσία, που υιοθετούσε μια ηρωική αντίληψη της κλέφτικης δράσης και των κινήτρων του, εξέλιξη που αντικατοπτρίστηκε στον εξωραϊσμό των διαδεδομένων απεικονίσεών του.[16]

 
Ο έφιππος ανδριάντας του Κολοκοτρώνη μπροστά στην Παλαιά Βουλή.

Η κοινή αυτή αποδοχή του Κολοκοτρώνη διαταράχθηκε τον Μεσοπόλεμο, όταν ο Γιάννης Βλαχογιάννης επαναδιατύπωσε τις κατηγορίες των Ρουμελιωτών κατά των Μωραϊτών κλεφτών, αλλά μόνο πρόσκαιρα, χάρη στην αφηρωιστική απολογητική υπέρ του Κολοκοτρώνη από Πελοποννήσιους λογίους και στην ευρεία διάδοση της μυθιστορηματικής βιογραφίας του Σπύρου Μελά, Ο Γέρος του Μωριά, του 1931.[17] Η υιοθέτηση διαφορετικών στάσεων από τον Κολοκοτρώνη σε διάφορες στιγμές της ζωής του απέναντι στην βασιλεία, στους ξένους και στους κοτζαμπάσηδες επέτρεψε την κατά περίπτωση ιδεολογική επίκλησή του.[18] Η στρατευμένη, μη ακαδημαϊκή αριστερή ιστοριογραφία υιοθέτησε το πορτραίτο του Κολοκοτρώνη που είχε φιλοτεχνηθεί από την παραδοσιακή ιστοριογραφία τροποποιώντας το σε εκείνο του ανυπότακτου λαϊκού αγωνιστή, ιδίως τα χρόνια της αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου, και κατά την μετεμφυλιακή περίοδο της δίωξης των κομμουνιστών του διωκόμενου για τις σχέσεις με τη Ρωσία.[19]

Η μορφή του Κολοκοτρώνη έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως στην Ελλάδα σε νομίσματα, στην εκπαίδευση και στο χώρο της τέχνης, αλλά και για την ονοματοδοσία διαφόρων τοποσήμων και έχει αποτυπωθεί σε πολλές ελληνικές πόλεις σε προτομές και ανδριάντες. Στην Τρίπολη ο έφιππος ανδριάντας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη βρίσκεται στο κέντρο της Πλατείας Άρεως, και είναι έργο του γλύπτη Φάνη Σακελλαρίου το 1966. Ο ανδριάντας Γέρος του Μοριά Θεόδωρος Κολοκοτρώνης παριστάνεται τη στιγμή που τραβά με το αριστερό του χέρι τα χαλινάρια και υποχρεώνει το άλογό του να σταθεί στα πίσω πόδια του, ενώ  αυτός ανασηκώνεται με δυναμικότητα και ένταση κραδαίνοντας το σπαθί του. Οι πιο γνωστοί από τους οποίους είναι οι ορειχάλκινοι έφιπποι ανδριάντες του, που φιλοτεχνήθηκαν από το Λάζαρο Σώχο και ανεγέρθηκαν στην Αθήνα και στο Ναύπλιο το 1901 και το 1904 αντίστοιχα.[20] Σε ψηφοφορία που οργάνωσε το 2008 ο τηλεοπτικός σταθμός ΣΚΑΪ για την ανάδειξη του «μεγαλύτερου Έλληνα», ο Κολοκοτρώνης ήρθε τρίτος σε ψήφους, επιβεβαιώνοντας την εθνική απήχηση της προσωπικότητάς του.[21]

Πορτραίτα

Επεξεργασία

Δείτε επίσης

Επεξεργασία

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836, υπαγόρευσε ο Θεόδωρος Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνης (στον Γ. Τερτσέτη), Αθήνησιν Τύποις Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως 1846, σελ. 3-4. Ἕνας ἀπὸ τὸ Ρουπάκι, πλησίον τοῦ χωρίου Τουρκολέκα, ἀφοῦ ἐχάλασε τὸ χωριό του, ἀνεχώρησε καὶ ἦλθε εἰς τὸ Λιμποβίσι, εἰς τὸν πρῶτον τοῦ χωρίου, ἐδῶ καὶ 300 χρόνους. Αὐτὸς ἐφάνη ἔξυπνος καὶ ὁ Δημογέροντας τὸν ἔκαμε γαμβρὸν καὶ κληρονόμον τῆς καταστάσεώς του ὅλης. Ἐλέγετο Τζεργίνης - μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα εὑρίσκονται καμμιὰ ἑξηνταριὰ οἰκογένειαι εἰς τὴν Μεσσηνίαν. Αὐτὸς εἶχε κάμει ἕνα ὡραιότατο παιδὶ καὶ τὸ εἶχε πιάσει ἕνας Μπουλούμπασης Ἀρβανίτης καὶ τὸ ἁλυσόδεσε. Ἐλέγετο Δημητράκης. Οἱ Ἀρβανῖται, ὁποὺ τὸν φύλαγαν, ἐπηδοῦσαν εἰς τὰς τρεῖς καὶ ὁ Μπουλούμπασης τοῦ εἶπε, ἂν πηδᾶ νὰ τοῦ βγάλει τὰς ἁλύσους. Ὁ Δημητράκης ἀπεκρίθηκε ὅτι πηδᾶ καὶ μὲ τὰς ἁλύσους, καὶ ἂν τοὺς περάσει, νὰ τὸν ἀφὴνει ἐλεύθερον. Ὁ Ἀρβανίτης τὸν ὑποσχέθη νὰ τὸν ἐλευθερώσει, ἂν προσπεράσει τοὺς ἄλλους πηδώντας, ἀλλ᾿ αὐτὸς τὸ ὑπεσχέθη ὡς ἀνέλπιστον. Ἐπήδησε, τοὺς ἀπέρασε καὶ τὸν ἄφηκαν ἐλεύθερον. Αὐτὸς ἐπανδρεύθηκε, ἔκαμε τρία παιδιά, ὀνομαζόμενα Χρόνης, Λάμπρος καὶ Δῆμος. Αὐτοὶ ἦσαν νοικοκυραῖοι, μὲ τὰ χωράφια τους, μὲ 500 πρόβατα καὶ 60 ἀλογογέλαδα. Ἐπιάσθησαν μὲ τοὺς ἀντιζήλους των καὶ ἐσκοτώθηκαν. Ἐπέρασαν εἰς τὴν Ρούμελην· 12 χρόνους ἔκαμαν μὲ τοὺς Κλέφτας, ἐπιστρέφουν εἰς τὴν Πελοπόννησον μὲ 15 Ρουμελιώτας. Οἱ Τοῦρκοι τὸ μανθάνουν, τοὺς πολιορκοῦν, σκοτώνουν ἕνα καὶ οἱ ἄλλοι ἐγλύτωσαν. Ὁ Δῆμος ἐπῆρε διὰ γυναίκα του τὴν θυγατέρα τοῦ καπετὰν Χρόνη ἀπὸ Χρυσοβίτσι, μεγάλο σπίτι. Τότε ἦταν, ὅταν ὁ Μοροζίνης ἐκυρίευσε τὸν Μορέα. Καὶ ἐπὶ Βενετζάνων δὲν ἦτον παρὰ καπεταναῖοι. Τὸ παιδὶ αὐτοῦ τοῦ Δήμου ὀνομάσθη Μπότσικας καὶ ἄφησε τ᾿ ὄνομα τῆς φαμίλιας του, ὁποὺ εἶχαν, Τζεργιναῖοι· ὀνομάσθη τοιοῦτος, διότι ἦτο μικρὸς καὶ μαυρουδερός. Εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Μπότσικα ἐμβῆκαν οἱ Τοῦρκοι εἰς Μοριά. Οἱ Χρυσοβιτσιῶται, Λιμποβιτσιῶται καὶ οἱ Ἀρκουροδεματῖται ἐπῆγαν καὶ ἐπολέμησαν εἰς τοῦ Ντάρα τὸν Πύργο 6.000 Τούρκους. Αὐτοὶ ἐχαλάσθηκαν καὶ ἐγλύτωσε ὁ Μπότσικας. Αὐτὸς εἶχε ἕνα παιδί, Γιάννη, καὶ ἕνας Ἀρβανίτης εἶπε: «Βρέ, τί Μπιθεκούρας εἶναι αὐτός». Δηλαδὴ πόσον ὁ κῶλος του εἶναι σὰν κοτρώνι, καὶ ἔτσι τοῦ ἔμεινε τὸ ὄνομα Κολοκοτρώνης. Ὁ Μπότζικας ἐσκοτώθη, ὁ Γιάννης ἐκρεμάσθη εἰς τὴν Ἀνδρούσαν, ὥστε ἀπὸ τὰ 1553, ὅπου ἐφάνηκαν εἰς τὰ μέρη μας Τοῦρκοι, ποτὲ δὲν τοὺς ἀνεγνώρισαν, ἀλλ᾿ ἦσαν εἰς αἰώνιον πόλεμον.
  2. 2,0 2,1 Μιχαηλίδης (2020), σελ. 28.
  3. Δημητρόπουλος 2012, σελ. 81-2
  4. Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Απομνημονεύματα (Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής 1770-1836), έκδοση «Εστίας», 1901, τόμ. Α', σελ. 47, 48:
    «... με ήλθαν γράμματα από τον Υψηλάντη δια να ήμαι έτοιμος, καθώς και όλοι οι εδικοί μας. 25 Μαρτίου ήτον η ημέρα της γενικής επαναστάσεως.»
  5. Οικονόμου Γ. Μιχαήλ, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας ή ο ιερός των Ελλήνων αγών, Εν Αθήναις: Εκ του τυπογραφείου Θ. Παπαλεξανδρή,1873, σελ. 88.
  6. «Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος» «Ήτοι, συλλογή των περί την αναγεννώμενην Ελλάδα συνταχθέντων πολιτευμάτων, νόμων και άλλων επισήμων πράξεων από του 1821 μέχρι του 1832» Αρχειοθετήθηκε 2011-09-19 στο Wayback Machine., Ανδρέου Ζ. Μάμουκα, Πειραιάς, Τυπογραφία Ηλίου Χριστοφίδου, Η αγαθή τύχη, 1839, σελ. 13 του τόμου 6, Α' Προκαταρκτική Συνεδρίασις 18 Ιανουαρίου 1827 και σελ.66 του τόμου 7, το τελευταίο ψήφισμα που έγινε στην Ερμιόνη, η ΙΖ' Συνεδρίαση της 17 Μαρτίου 1827
  7. Η εν Ερμιόνη Γ' Εθνοσυνέλευση 18 Ιανουαρίου-18 Μαρτίου 1827, Μαλλώσης Ιωάννης, εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ
  8. Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ - ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ ΣΤΟΝ ΟΘΩΝΑ 1821 Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΟΥΣ - ΚΡΑΤΟΥΣ (ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΤΟΜΟΣ) ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΩΤΗΡΙΑ, ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ Σ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ, ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΖΗ, σελίδες 151-2, 155.
  9. Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», φύλλο της 29 Μαΐου του 1965
  10. «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ (ebook & audiobook) | Δωρεάν βιβλία - Free ebooks». eBooks4Greeks.gr -. σελ. 255-259. 20 Μαρτίου 2021. Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2021. 
  11. «Η ανατριχιαστική απολογία του Κολοκοτρώνη, ένα βήμα πριν από την γκιλοτίνα». Έθνος. 18 Μαρτίου 2020. Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2021. 
  12. Φωτόπουλος, Αθανάσιος (1997, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ)), Οι Κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη Τουρκοκρατία (1715 - 1821), σελ. 63
  13. Δημητρόπουλος 2012, σελ. 69-70.
  14. Δημητρόπουλος 2012, σελ. 71-3.
  15. Δημητρόπουλος 2012, σελ. 74-5.
  16. Δημητρόπουλος 2012, σελ. 75-6.
  17. Δημητρόπουλος 2012, σελίδες 76, 80-1.
  18. Δημητρόπουλος 2012, σελ. 82-3.
  19. Δημητρόπουλος 2012, σελ. 83-5.
  20. Δημητρόπουλος 2012, σελίδες 89-90.
  21. Δημητρόπουλος 2012, σελίδες 89, 69.

Υποσημειώσεις

Επεξεργασία
  1. Οι σύγχρονες με αυτόν πηγές αναφέρουν ως ημερμομηνία γέννησής του τις 3 Απριλίου και την ημερομηνία θανάτου του ως 4 Φεβρουαρίου, λόγω της τότε χρήσης του ιουλιανού ημερολογίου.

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • Δημητρόπουλος, Δημήτρης (2012). «Ο "Γέρος του Μοριά": Κτίζοντας μία πατρική φιγούρα του έθνους». Στο: Κατερίνα Δέδε - Δημήτρης Δημητρόπουλος. Η ματιά των άλλων: Προσλήψεις προσώπων που σφράγισαν τρεις αιώνες (18ος-20ός αι.). Αθήνα: ΙΝΕ/ΕΙΕ. σελίδες 69–90. 
  • Μιχαηλίδης, Ιάκωβος Δ. (2020). Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο στρατιωτικός ηγέτης της Ελληνικής Επανάστασης. Αθήνα: Μεταίχμιο. ISBN 9786180321968. 
  • Μιχαλόπουλου, Δημήτρη & Παυλόπουλου, Δημήτρη, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Από τη μορφή του στην εικόνα της, Δήμος Οιχαλίας, 2021 (ISBN 978-618-85246-0-6).
  • Κανδηλώρου, Τάκης (1906). "Η Δίκη του Κολοκοτρώνη και Η Επανάστασις της Πελοποννήσου". Εν Αθήναις.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία