Η Συριακή (ܠܫܢܐ ܣܘܪܝܝܐ, leššānā Suryāyā), γνωστή επίσης ως Συριακή Αραμαϊκή ή Κλασική Συριακή, είναι διάλεκτος της Μέσης Αραμαϊκής που ομιλείτο άλλοτε σε ολόκληρη την Εύφορη Ημισέληνο. Πρωτοεμφανίστηκε τον 1ο αιώνα μ.Χ.,[1] και η Κλασική Συριακή έγινε μείζονα λογοτεχνική γλώσσα σε όλη τη Μέση Ανατολή από τον 4ο έως τον 8ο αιώνα[2] και κλασική γλώσσα της Έδεσσας της Μεσοποταμίας, που διατήρησε μεγάλο σώμα της συριακής λογοτεχνίας.

Στο ιδεολογικό θρησκευτικό πλαίσιο έγινε όχημα του Συριακού Ορθόδοξου Χριστιανισμού και πολιτισμού και μέσο επικοινωνίας των Αράβων, και σε μικρότερη έκταση των Περσών. Επέδρασε επίσης στην Αραβική γλώσσα, η οποία την αντικατέστησε στο τέλος του 8ου αιώνα. Παραμένει η λειτουργική γλώσσα του Συριακού Χριστιανισμού.

Η Συριακή είναι γραμμένη με το συριακό αλφάβητο, που προέρχεται από το Αραμαϊκό αλφάβητο.

Αναφορές

Επεξεργασία
  1. «Ancient Scripts: Syriac». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Αυγούστου 2012. Ανακτήθηκε στις 24 Μαρτίου 2011. 
  2. Beyer, Klaus (1986). The Aramaic Language: its distribution and subdivisions. Göttingen: Vandenhoeck und Ruprecht. σελίδες 44. ISBN 3-525-53573-2.  Unknown parameter |coauthors= ignored (|author= suggested) (βοήθεια)

Διαδίκτυο

Επεξεργασία