Σπλιτ

πόλη της Κροατίας
(Ανακατεύθυνση από Σπαλάτο)

Συντεταγμένες: 43°30′36″N 16°26′24″E / 43.51000°N 16.44000°E / 43.51000; 16.44000

Το Σπλιτ (κροατικά: Split, αρχ. ελλ.: Ασπάλαθος, λατινικά: Spalatum Σπάλατουμ, ιταλικά: Spalato Σπάλατο) είναι πόλη της Δαλματίας στην Κροατία και άλλοτε σημαντικό λιμάνι της Γιουγκοσλαβίας. Το κλίμα της πόλης είναι μεσογειακό. Έχει πληθυσμό 188.694 κατοίκους. Η πόλη αποτελεί το δεύτερο σπουδαιότερο λιμάνι της Κροατίας. Επίσης, είναι βιομηχανικό και ναυπηγικό κέντρο καθώς και πολυσύχναστο τουριστικό θέρετρο.

Σπλιτ

Σημαία

Έμβλημα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Σπλιτ
43°30′36″N 16°26′24″E
ΧώραΚροατία[1]
Διοικητική υπαγωγήΖουπανία του Σπλιτ-Δαλματίας
ΠροστάτηςSaint Domnius
Διοίκηση
 • list of Mayors of SplitIvica Puljak
 • Μέλος του/τηςΟργανισμός Πόλεων Παγκόσμιας Κληρονομιάς[2]
Έκταση79,4 km²[3] και 23,1 km²[3]
Υψόμετρο0 μέτρο
Πληθυσμός160.577 (31  Αυγούστου 2021)[4]
Ταχ. κωδ.21000[5]
Τηλ. κωδ.021
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Σπλιτ
Σπλιτ

Η ίδρυση των ανακτόρων του Διοκλητιανού

Επεξεργασία

Η ίδρυση του Σπλιτ σχετίζεται με το Παλάτι του Διοκλητιανού, οι Αρχαίοι Έλληνες ωστόσο εποίκησαν την περιοχή πολλούς αιώνες πριν, ίδρυσαν την Ασπάλαθο. Η Ασπάλαθος ήταν αποικία της Ίσσας, της σύγχρονης πόλης Βις που την ίδρυσαν έποικοι από τις Συρακούσες.[6] Η ακριβής χρονιά που ιδρύθηκε η Ασπάλαθος δεν είναι γνωστή, πιθανότατα τον 3ο - 2ο αιώνα π.Χ.[7] Οι Έλληνες άποικοι έζησαν με το εμπόριο με τις γειτονικές Ιλλυρικές φυλές, ιδιαίτερα τους Δαλματούς.[6] Μετά τους Ιλλυρικούς πολέμους (229 π.Χ. - 219 π.Χ.) σε μικρή απόσταση από την Ασπάλαθο ιδρύθηκε η πόλη Σαλώνα, έγινε η πρωτεύουσα της Ρωμαικής επαρχίας της Δαλματίας, το όνομα της γειτονικής Ελληνικής αποικίας Ασπάλαθος άλλαξε σε Σπαλάτουμ. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός αφού μόλις γλίτωσε το θάνατο από ασθένεια αποφάσισε να αποσυρθεί από την πολιτική (305). Ο Αυτοκράτορας έδωσε εντολή να ξεκινήσουν εργασίες για ένα ανάκτορο όπου θα αποσυρόταν κοντά στη γενέτειρά του και καθώς ήταν από την πόλη Διόκλεια διάλεξε για τη θέση του το λιμάνι κοντά στα Σάλωνα.[8][9] Οι εργασίες για το ανάκτορο άρχισαν το 293 ενόψει της απόσυρσής του από την πολιτική. Το ανάκτορο χτίστηκε ως συμπαγής κατασκευή, περισσότερο ως Ρωμαϊκό στρατιωτικό φρούριο. Έχει όψη στη θάλασσα στη νότια πλευρά του, με τα τείχη του 170 ως 200 μέτρα σε μήκος και 15 ως 20 μέτρα ψηλά, περικλείοντας μια περιοχή 38 στρεμμάτων. Ουσιαστική ήταν η υδροδότηση του ανακτόρου από ένα υδραγωγείο από τις Πηγές Γιάντρο.

Αυτό το πλουσιότατο ανάκτορο και τα περίχωρά του κατοικούντο κατά καιρούς από πληθυσμό 8.000 ως 10.000 κατοίκων, που απαιτούσε πάρκα και χώρους αναψυχής, που ο Διοκλητιανός ίδρυσε στο λόφο Μάριαν. Το ανάκτορο τέλειωσε το 305, ακριβώς τη στιγμή για να δεχθεί τον ιδιοκτήτη του, που αποσύρθηκε ακριβώς σύμφωνα με το πρόγραμμα, όντας ο πρώτος Ρωμαίος Αυτοκράτορας που οικειοθελώς εγκατέλειψε το αξίωμά του.[10] Λίγα χρόνια αργότερα μια ομάδα Ρωμαίων Συγκλητικών ήρθε στο ανάκτορο του Διοκλητιανού, ζητώντας από τον πρώην αυτοκράτορα να επιστρέψει στη Ρώμη και να βοηθήσει την Αυτοκρατορία να ξεπεράσει αυξανόμενα πολιτικά προβλήματα. Ο Διοκλητιανός αρνήθηκε και ενώ τους έδειχνε τον κήπο του, τους είπε ότι δεν μπορούσε να αφήσει τον όμορφο κήπο του, που είχε δημιουργήσει με τα ίδια του τα χέρια. Αυτή του η χειρονομία έδειχνε ότι έμενε σταθερός στο λόγο του να αφήσει την πολιτική ζωή ύστερα από 21 χρόνια διοίκησης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μετά την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 476, το Σπαλάτουμ έγινε τμήμα της Ανατολικής Ρωμαϊκής, γνωστής και ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Μεγάλωνε πολύ αργά ως πόλη-δορυφόρος των πολύ μεγαλύτερων Σαλώνων. Σήμερα το ανάκτορο αποτελεί τον ενδότερο πυρήνα της πόλης, ακόμη κατοικούμενο, με πλήθος καταστημάτων, αγορών, πλατειών με έναν αρχαίο Καθεδρικό του Αγίου Ντούγιε (πρώην μαυσωλείο του Διοκλητιανού) χωμένο στους διαδρόμους και τα πατώματα του παλιού ανακτόρου. Ως τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχε ποικίλη αλλά σημαντική πολιτική αυτονομία.

Μεσαίωνας

Επεξεργασία

Την περίοδο 475-480 φιλοξενήθηκε στο παλάτι ο Ιούλιος Νέπως, ο τελευταίος αυτοκράτορας στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι Οστρογότθοι κατέκτησαν τα Σαλώνα με την υπόλοιπη Δαλματία (493) αλλά ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α´ την ανέκτησε (535-536). Οι Παννονοί Άβαροι κατέλαβαν και κατέστρεψαν τη Σαλώνα (639), οι Ρωμαίοι που επέζησαν δραπέτευσαν στα γειτονικά νησιά. Στις Δαλματικές ακτές εγκαταστάθηκαν Νότιοι Σλάβοι Κροάτες που ήταν υποτελείς στον Χαχάνο των Αβάρων.[11] Οι Σαλωνίτες ανέκτησαν το 300ετές Παλάτι του Διοκλητιανού υπό την ηγεσία του Σεβήρου του Μεγάλου (650) που ήταν ασφαλές από τις Σλαβικές επιδρομές.[11] Ο αυτοκράτορας Κώνστας Β΄ τους επέτρεψε με διάταγμα να εγκατασταθούν στο Παλάτι αφού την ίδια εποχή ήταν σύμμαχοι των Βυζαντινών εναντίον των Άβαρων.[11] Ο ναός του Διός στο Σπλιτ αφιερώθηκε στην Παναγία, τα οστά του πολιούχου Αγίου Δόμνιου διασώθηκαν από τα ερείπια των Σαλώνων και τοποθετήθηκαν στον Καθεδρικό ναό του Αγίου Δόμνιου σαν έδρα του αρχιεπισκόπου των Σαλώνων.[11] Μέχρι την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204) το Σπλιτ παρέμεινε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, το διοικούσε αρχικά το Εξαρχάτο της Ραβέννας και κατόπιν η Ζαντάρ (751)[12]. Στο εσωτερικό δημιουργήθηκε ωστόσο το Δουκάτο της Κροατίας, την ίδια εποχή δημιουργήθηκε στους κατοίκους μια ανεξάρτητη διάλεκτος η Δαλματική που διαχωρίστηκε από τα Λατινικά. Ο Τόμισλαβ ίδρυσε το Βασίλειο της Κροατίας (925) στα εσωτερικά του Σπλιτ με πρωτεύουσα τη Νιν, ήταν σύμμαχος του Βυζαντινού αυτοκράτορα απέναντι στον Συμεών Α΄ της Βουλγαρίας[12]. Η άνοδος της αντίπαλης επισκοπής του Νιν οδήγησε τον επίσκοπο Γρηγόριο σε προσπάθειες να επιβάλει τη Σλαβική γλώσσα στις θρησκευτικές τελετές. η Σύνοδος του Σπλιτ ωστόσο (925) απαγόρευσε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα εκτός από τα Ελληνικά και τα Λατινικά. Το Καμπαναριό του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Δομνίου κατασκευάστηκε και έγινε το σύμβολο της πόλης (1100), ο Άγιος Δόμνιος καθιερώθηκε ως ο Προστάτης και πολιούχος άγιος του Σπλιτ.

Η Μεσαιωνική περίοδος στη Δαλματική επαρχία του Σπλιτ σημαδεύεται από τη μειούμενη ισχύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και από τον αγώνα των γειτονικών δυνάμεων, της Βενετικής Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Κροατίας και (αργότερα) του Βασιλείου της Ουγγαρίας να καλύψουν το κενό εξουσίας. Η άφιξη των Κροατών τον 7ο αιώνα επηρέασε βαθειά την περιοχή. Η ενδοχώρα και τα νησιά κατοικήθηκαν κατά κύριο λόγο από Κροάτες, που άρχισαν να επηρεάζουν την ίδια την πόλη. Το πρώιμο Μεσαιωνικό Κροατικό κράτος (αργότερα Βασίλειο της Κροατίας) ίδρυσε γειτονικές παραλιακές πόλεις (όπως το Ζίμπενικ) και περιέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της ενδοχώρας. Το Σπλιτ απέκτησε έναν αυξανόμενο Κροατικό χαρακτήρα, που είναι ορατός στην αρχιτεκτονική ( ιδιαίτερα των εκκλησιών ) στην πόλη και τα περίχωρά της. Ο Ρωμανικός πληθυσμός της πόλης αναμειγνυόταν όλο και περισσότερο με τις γύρω μάζες. Η πόλη ενσωματώθηκε για πρώτη φορά πλήρως στο κράτος από τον Πέτρο Κρέζιμιρ Δ΄ το 1069 και πάλι το 1075 από το Δημήτριο Ζβόνιμιρ. Στο βορρά η Βενετική Δημοκρατία άρχισε να επηρεάζει τη Δαλματική περιοχή από το 10ο αιώνα, χρησιμοποιώντας την αυξανόμενη οικονομική της επιρροή για να αποκτήσει τον έλεγχο στα νησιά και τις παραλιακές πόλεις. Είχε τον έλεγχο της πόλης επί αρκετά διαστήματα, λόγω κυρίως της προσωρινής αδυναμίας του Κροατικού και του Ουγγρικού κράτους. Με την παρακμή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το Βασίλειο της Κροατίας είχε ντε φάκτο κυριαρχία επί της πόλης, παραχωρώντας της σημαντική αυτονομία λόγω του φεουδαρχικού χαρακτήρα του κράτους. Το 1102 η Κροατία εξαναγκάστηκε σε μια προσωπική ένωση με το Βασίλειο της Ουγγαρίας από τον Βασιλιά του Κόλομαν. Η πόλη εντούτοις διατήρησε το σημαντικό βαθμό ανεξαρτησίας της και το 1312 εξέδωσε δικούς της νόμους και νόμισμα.

Ενετοκρατία

Επεξεργασία

Τον 9ο και τον 10ο αιώνα επιτέθηκαν στο Σπλιτ οι Ναρεντίνοι, μια νότια Σλαβική φυλή που αναγνώριζαν σαν κυρίαρχο τους τον βασιλιά της Κροατίας. Η πόλη συμμάχησε με τη Δημοκρατία της Βενετίας, ο Δόγης Πιέτρο Β΄ Ορσεόλο σε μια εντυπωσιακή ναυτική εκστρατεία υπέταξε τους Ναρεντίνους (998). Ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β´ παραχώρησε στον Δόγη Ορσεόλο τον τίτλο του Δούκα της Δαλματίας. Αργότερα ο Βυζαντινός αυτοκράτορας επανάκτησε τον έλεγχο της Δαλματίας (1019), ο τίτλος του «Δούκα της Δαλματίας» φαίνεται ότι αποσύρθηκε από τους Βενετούς δόγηδες. Ο Κροάτης βασιλιάς Πέταρ Κρεσίμιρ Δ΄ κατέκτησε πολλές Δαλματικές πόλεις και νησιά και επεκτάθηκε μέχρι νότια στη Νερέτβα. Οι παραλιακές πόλεις της Δαλματίας που είχαν διατηρήσει την ανεξαρτησία τους δέχτηκαν την υποταγή τους στον βασιλιά της Κροατίας[12][13][14].

Με τον θάνατο του βασιλιά της Κροατίας Στεφάνου Β΄ ξέσπασε κρίση διαδοχής στο βασίλειο, ο Λαδίσλαος Α΄ της Ουγγαρίας βρήκε την ευκαιρία να επέμβει.[15] Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και ανέκτησε το παλαιό Θέμα Δαλματίας.[13][16] Ο Αλέξιος Α΄ ασχολήθηκε αργότερα με την Α΄ Σταυροφορία και παραχώρησε τη διοίκηση της Δαλματίας στον Δόγη της Βενετίας.[16] Ο Κολομάν της Ουγγαρίας αφού κατέκτησε το βασίλειο της Κροατίας (1105) διέλυσε τη συμμαχία του με τη Δημοκρατία της Βενετίας και επιτέθηκε στις παραλιακές πόλεις της Δαλματίας. Η Ζαντάρ, το Σπλιτ, και η Τρόγκιρ αποφάσισαν να παραδοθούν αφού πρώτα ζήτησαν από τον Ούγγρο βασιλιά να σεβαστεί τα δικαιώματα τους, ο Κολομάν το δέχτηκε.[11] Οι πόλεις είχαν τοπική αυτονομία, δεν πλήρωναν φόρους, μπορούσαν να διαλέξουν τους δικούς τους κόμητες και αρχιεπισκόπους που τους επικύρωνε ο Ούγγρος βασιλιάς και επέλεγαν τον αρχιδικαστή τους. Τα κέρδη του εμπορίου τα μοίραζαν ο κόμης, ο αρχιεπίσκοπος και ο βασιλιάς, δεν μπορούσε να εισέλθει κανένας ξένος στην πόλη χωρίς την άδεια των κατοίκων. Τα δικαιώματα σεβάστηκαν οι βασιλείς της Ουγγαρίας αλλά υπήρχαν πολλά περιστατικά παραβιάσεων και βίας. Με τον θάνατο του Κολομάν (1116) ο Δόγης Ορντελάφο Φαλιέρ επέστρεψε από τη Σταυροφορία και κατέλαβε πολλές Δαλματικές πόλεις όπως η Βιογκράντ και η Σίμπενικ. Ο Βενετός Δόγης ηττήθηκε και έπεσε σε μάχη όταν έκανε αντεπίθεση ο Στέφανος Β΄ της Ουγγαρίας (1117), το Σπλιτ επανήλθε στην Ουγγρική κυριαρχία. Ο νέος Δόγης Ντομένικο Μικιέλ νίκησε ξανά σε αντεπίθεση τους Ούγγρους (1118) και επανάφερε τους Δαλματούς υπό Βενετική κυριαρχία. Την εποχή που ο Δόγης είχε εμπλακεί σε πόλεμο με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, ο Στέφανος Β΄ αντεπιτέθηκε, κατέκτησε το Σπλιτ και το Τρόγκιρ χωρίς αντίσταση.

Με την επιστροφή του Δόγη Μικιέλ (1127) εκδιώχθηκαν ξανά οι Ούγγροι, ο Δόγης της Βενετίας κατέστρεψε τη Βιογκράντ, ήταν η αγαπημένη πόλη των βασιλέων της Κροατίας που τη χρησιμοποιούσαν σαν βάση απέναντι στη Βενετική Ζαντάρ.[11] Την περίοδο που ήταν βασιλιάς της Κροατίας ο Μπέλα Β΄ οι πόλεις παρέμειναν υπό την εξουσία της Δημοκρατίας της Βενετίας, ο διάδοχος του Γκέζα Β΄ (1141) επιτέθηκε στη Βοσνία, το Σπλιτ και η Τρόγκιρ αποδέχθηκαν την ηγεμονία του. Η Δημοκρατία της Βενετίας υπέστη μια σοβαρή ήττα, τα επόμενα 186 χρόνια δεν είχε καμιά εξουσία στο Σπλιτ. Το Σπλιτ επανήλθε στη Βυζαντινή κυριαρχία, ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός ξεκίνησε εκστρατείες απέναντι στο Βασίλειο της Κροατίας (1151), οι Δαλματικές πόλεις υποτάχθηκαν στον αυτοκράτορα (1164). Ο Μανουήλ Α΄ πέτυχε στη Μάχη του Σίρμιου μια σημαντική νίκη απέναντι στο βασίλειο της Κροατίας και της Ουγγαρίας (1167), κατόπιν διέσπασε τη συμμαχία του με τη Βενετία και έστειλε στην Αδριατική Θάλασσα έναν στόλο με 150 πλοία. Το Σπλιτ παρέμεινε στους Βυζαντινούς μέχρι τον θάνατο του Μανουήλ Α΄ (1180), κατόπιν ο Μπέλα Γ΄ της Ουγγαρίας επιτέθηκε με στόχο να ανακατακτήσει την πόλη. Το Σπλιτ παρέμεινε πιστό στους Βυζαντινούς σε αντίθεση με τις υπόλοιπες Δαλματικές πόλεις, γι΄αυτό όταν κατακτήθηκε από τους Ούγγρους ο βασιλιάς τιμώρησε την πόλη και αρνήθηκε να αναγνωρίσει τα παλιά της προνόμια.[11] Την 20ετία που ο Σιγισμούνδος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας βρέθηκε σε πόλεμο με τους Ανδεγαυούς που κυβερνούσαν το Βασίλειο της Νεαπόλεως ο Ανδεγαυός διεκδικητής Λαδίσλαος Α΄ της Νεαπόλεως πούλησε με 100.000 δουκάτα τα δικαιώματα του στη Δαλματία. Η Δημοκρατία της Βενετίας εγκαταστάθηκε κατόπιν στο Σπλιτ (1420).[17] Ο πληθυσμός της πόλης ήταν στην πλειοψηφία του Κροατικός, ο λαός μιλούσε την Κροατική γλώσσα αλλά η αριστοκρατία των δασκάλων, των εμπόρων και των αξιωματούχων χρησιμοποιούσαν διαλέκτους της Τοσκάνης και της Βενετίας.[18] Η αυτονομία της πόλης σταδιακά εξασθένησε, την εξουσία ασκούσαν ένας πρίγκιπας και ένας καπετάνιος διορισμένοι από τη Βενετία.[19] Το Σπλιτ παρέμεινε η σημαντικότερη εμπορική πόλη-κράτος στους δρόμους προς την Οθωμανική αυτοκρατορία. Στο Σπλιτ γεννήθηκε ο εθνικός ποιητής των Κροατών Μάρκο Μάρουλιτς, έγραψε το εθνικό ποίημα Ιουδήθα (1501) με αναφορές στην Ιουδήθ και την Ολοφέρνη, το κορυφαίο ποίημα της Κροατικής λογοτεχνίας. Το ποίημα γράφτηκε στο Σπλιτ και δημοσιοποιήθηκε στη Δημοκρατία της Βενετίας (1521).[20] Η ανάπτυξη οφέλησε μόνο την αριστοκρατία, η Βενετική κυριαρχία έδειξε ελάχιστο ενδιαφέρον για την πρόοδο του λαού.

Νεότερα χρόνια

Επεξεργασία

Όταν διαλύθηκε η Δημοκρατία της Βενετίας (1797) το Σπλιτ παραχωρήθηκε με τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο στους Αψβούργους.[21] Αυτή την περίοδο έγιναν στην πόλη μεγάλες επενδύσεις, κατασκευάστηκαν νέοι δρόμοι, τμήματα των αρχαίων οχυρώσεων κατεδαφίστηκαν και η περιοχή του Σπλιτ, το Βασίλειο της Δαλματίας, αποτέλεσε ξεχωριστή διοικητική μονάδα. Μετά τις επαναστάσεις του 1848 (Άνοιξη των λαών) ως αποτέλεσμα του ρομαντικού εθνικισμού, εμφανίστηκαν δύο παρατάξεις. Η μία ήταν η φιλοκροατική Ενωτική παράταξη, υπό το Λαϊκό Κόμμα και, σε μικρότερο βαθμό, το Κόμμα των Δικαιωμάτων, που και τα δύο υποστήριζαν την ένωση της Δαλματίας με την Κροατία-Σλαβονία, που ήταν υπό Ουγγρική διοίκηση. Η παράταξη αυτή ήταν ισχυρή στο Σπλιτ, που είχε ως έδρα της. Η άλλη παράταξη ήταν η φιλο-Ιταλική αυτονομιστική (γνωστή επίσης ως ΄΄αλυτρωτική΄΄), που οι πολιτικοί της στόχοι ποίκιλαν από αυτονομία μέσα στην Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία μέχρι πολιτική ένωση με το Βασίλειο της Ιταλίας. Οι πολιτικές συμμαχίες στο Σπλιτ άλλαζαν με τον καιρό. Αρχικά οι Ενωτικοί και οι Αυτονομιστές συμμάχησαν κατά του συγκεντρωτισμού της Βιέννης. Αργότερα, όταν ήρθε στο προσκήνιο το εθνικό ζήτημα, χώρισαν. Υπό την Αυστρία όμως μπορούμε γενικά να πούμε ότι το Σπλιτ είχε ηρεμήσει. Οι μεγάλες εξεγέρσεις στην Ευρώπη το 1848 δεν κέρδισαν έδαφος στο Σπλιτ και η πόλη δεν επαναστάτησε.

20ός αιώνας

Επεξεργασία

Γιουγκοσλαβία

Επεξεργασία

Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη διάλυση της Αυστρο-Ουγγαρίας η επαρχία της Δαλματίας, μαζί με το Σπλιτ, αποτέλεσε τμήμα του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων ( Γιουγκοσλαβίας από το 1929 ). Καθώς τόσο η Ριγιέκα όσο και το Ζαντάρ, οι άλλες δύο μεγάλες πόλεις της ανατολικής ακτής της Αδριατικής, προσαρτήθηκαν από την Ιταλία, το Σπλιτ έγινε το σημαντικότερο λιμάνι της Γιουγκοσλαβίας. Ο σιδηρόδρομος Λίκα, που συνέδεε το Σπλίτ με την υπόλοιπη χώρα ολοκληρώθηκε το 1925. Τον Απρίλιο του 1941, μετά την εισβολή της Ναζιστικής Γερμανίας στη Γιουγκοσλαβία, το Σπλιτ καταλήφθηκε από την Ιταλία, στην οποία και προσαρτήθηκε τυπικά ένα μήνα αργότερα. Η Ιταλική κατοχή συνάντησε σθεναρή αντίσταση από τον Κροατικό πληθυσμό, καθώς το Σπλιτ έγινε κέντρο του αντιφασιστικού κλίματος στη Γιουγκοσλαβία. Μόνο το Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1941 δέκα αξιωματικοί της Ιταλικής φασιστικής κατοχής δολοφονήθηκαν από τους πολίτες. Το Σεπτέμβριο του 1943, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, η πόλη πέρασε προσωρινά υπό τον έλεγχο των μεραρχιών του Τίτο με χιλιάδες λαού να προσχωρούν εθελοντικά στους Παρτιζάνους του Στρατάρχη Γιόσιπ Μπροζ Τίτο ( το ένα τρίτο του πληθυσμού σύμφωνα με ορισμένες πηγές ). Λίγες βδομάδες όμως αργότερα οι Παρτιζάνοι αναγκάστηκαν να αποσυρθούν καθώς η Βέρμαχτ έθεσε την πόλη υπό την εξουσία του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας. Οι τοπικοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι αρνήθηκαν να συμμετέχουν στο Ιταλικό πρωτάθλημα. Η ΗΝΚ Χάιντουκ και η RNK Σπλιτ διέκοψαν τη δραστηριότητά τους και προσχώρησαν και οι δύο στους Παρτιζάνους με όλο τους το προσωπικό όταν η Ιταλική συνθηκολόγηση τους έδωσε την ευκαιρία. Λίγο αργότερα η Χάιντουκ έγινε ο επίσημος ποδοσφαιρικός σύλλογος της κίνησης των Παρτιζάνων. Σε μια τραγική ροή των γεγονότων, εκτός από το βομβαρδισμό της από τις δυνάμεις του Άξονα, η πόλη βομβαρδίσθηκε επίσης από τους Συμμάχους, με εκατοντάδες νεκρούς. Οι Παρτιζάνοι κατέλαβαν τελικά την πόλη στις 26 Οκτωβρίου 1944 και την έκαναν προσωρινή πρωτεύουσα της Κροατίας. Στις 12 Φεβρουαρίου του 1945 το Kriegsmarine (Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό) εξαπέλυσε μια παράτολμη επιδρομή στο λιμάνι του Σπλιτ, καταστρέφοντας το Βρετανικό καταδρομικό ΄΄ Δελχί ΄΄. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το Σπλιτ αποτέλεσε τμήμα της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Κροατίας, συνταγματικά κυρίαρχης δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Την περίοδο αυτή η πόλη γνώρισε τη μεγαλύτερη οικονομική και δημογραφική έκρηξη. Ιδρύθηκαν δεκάδες εργοστάσια και εταιρείες και ο πληθυσμός της πόλης τριπλασιάστηκε. Η πόλη έγινε το οικονομικό κέντρο μιας περιοχής που ξεπερνούσε τα σύνορα της Κροατίας και πλημμύρισε από κύματα αγροτών μετοίκων από την υπανάπτυκτη ενδοχώρα που βρήκαν απασχόληση στη νεότευκτη βιομηχανία, τμήμα των μεγάλης κλίμακας βιομηχανοποίησης και επενδύσεων από την Ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβική Κυβέρνηση. Η ναυπηγική βιομηχανία ήταν ιδιαίτερα επιτυχής και η Γιουγκοσλαβία, με τα Κροατικά ναυπηγεία της, έγινε μία από τις κορυφαίες χώρες του κόσμου στον τομέα αυτό. Κατασκευάστηκαν επίσης πολλές εγκαταστάσεις αναψυχής με ομοσπονδιακή χρηματοδότηση, ιδιαίτερα για τους Μεσογειακούς Αγώνες του 1979, όπως το Στάδιο Πόλιουντ. Η πόλη έγινε επίσης το μεγαλύτερο επιβατικό και στρατιωτικό λιμάνι στη Γιουγκοσλαβία, στεγάζοντας το αρχηγείο του Γιουγκοσλαβικού Ναυτικού. Μεταξύ 1945 και 1990 η πόλη μεταμορφώθηκε και επεκτάθηκε καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος της ομώνυμης χερσονήσου. Την ίδια περίοδο πέτυχε ένα ακόμη αξεπέραστο ΑΕΠ και επίπεδο απασχόλησης, ακόμη υψηλότερο από το σημερινό, μετατρεπόμενη σε σημαντική Γιουγκοσλαβική πόλη.

Μετά την ανεξαρτησία

Επεξεργασία

Όταν η Κροατία ανακήρυξε την ανεξαρτησία της το 1991 το Σπλιτ είχε μια μεγάλη φρουρά του Γιουγκοσλαβικού στρατού ( JNA( στρατολογημένη από όλη τη Γιουγκοσλαβία ) ) καθώς και το αρχηγείο και τις εγκαταστάσεις του Γιουγκοσλαβικού Πολεμικού Ναυτικού ( JRM ). Αυτό οδήγησε σε μια έντονη επί μήνες αντιπαράθεση μεταξύ του JNA και της Κροατικής Εθνοφρουράς και των αστυνομικών δυνάμεων, που εμπλέκονταν σποραδικά σε διάφορα επεισόδια. Το τραγικότερο από αυτά συνέβη στις 15 Νοεμβρίου 1991, όταν η φρεγάτα ΄΄ Σπλιτ ΄΄ του JRM βομβάρδισε μερικούς στόχους στην πόλη και τα περίχωρά της. Οι ζημιές ήταν ασήμαντες αλλά υπήρξαν λίγες απώλειες. Βομβαρδίστηκαν τρεις γενικά τοποθεσίες : το κέντρο της παλιάς πόλης, το αεροδρόμιο και μια ακατοίκητη περιοχή των λόφων πάνω από τα Καστέλι, ανάμεσα στο αεροδρόμιο και το Σπλιτ. Οι Ναύτες του JRM που αρνήθηκαν να πλήξουν τους Κροάτες αμάχους, οι περισσότεροι Κροάτες οι ίδιοι, κρατήθηκαν στις φυλακές των πλοίων. Ο JNA και ο JRM εκκένωσαν όλες τις εγκαταστάσεις τους στο Σπλιτ τον Ιανουάριο του 1992. Ακολούθησε η οικονομική ύφεση της δεκαετίας του 1990. Μετά το 2000 το Σπλιτ ευνοήθηκε τελικά από τη συγκυρία και άρχισε πάλι να αναπτύσσεται εστιάζοντας στον τουρισμό. Από ένα απλώς μεταβατικό σημείο το Σπλιτ είναι τώρα μείζων τουριστικός προορισμός της Κροατίας. Χτίζονται πολλά νέα ξενοδοχεία καθώς και νέα κτίρια κατοικιών και γραφείων. Πολλά νέα αναπτυξιακά προγράμματα έχουν αναβιώσει και κατασκευάζονται νέες υποδομές. Παράδειγμα των πιο πρόσφατων προγραμμάτων της πόλης είναι το Σπαλάντιουμ Αρένα, που κατασκευάστηκε το 2009.

Δημογραφία

Επεξεργασία

Το 95,15% του πληθυσμού της πόλης είναι Κροάτες.

Αδελφοποιημένες πόλεις

Επεξεργασία

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 5814. Ανακτήθηκε στις 6  Αυγούστου 2018.
  2. www.ovpm.org/wp-content/uploads/2024/03/liste-villes-en-regle-pour-page-web12-03-2024.pdf. Ανακτήθηκε στις 31  Δεκεμβρίου 2023.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 Register of spatial units of the State Geodetic Administration of the Republic of Croatia. dgu.gov.hr/registar-prostornih-jedinica-172/172.
  4. «Popis stanovništva, kućanstava i stanova 2021. – stanovništvo prema starosti i spolu po naseljima». 2021 Croatian census: population data by age, sex, settlement. Croatian Bureau of Statistics. 22  Σεπτεμβρίου 2022.
  5. List of Croatian settlements and delivery post offices. 3  Ιανουαρίου 2022. www.posta.hr/preuzimanje-podataka-o-postanskim-uredima.
  6. 6,0 6,1 Novak 1957, σσ. 13–14
  7. Novak 1957, σ. 18
  8. Gibbon, Edward. The Decline and Fall of the Roman Empire. New York: Modern Library. σ. 335
  9. Novak 1957, σ. 30
  10. Map, The Megalithic Portal and Megalith. "Diocletian's Palace". The Megalithic Portal. Archived from the original on 11 January 2012
  11. 11,0 11,1 11,2 11,3 11,4 11,5 11,6 Thomas Graham Jackson (1887). "Spalato". Dalmatia. Oxford: Clarendon Press
  12. 12,0 12,1 12,2 Fine 1991.
  13. 13,0 13,1 Novak 2004a, σσ. 48–50
  14. David Luscombe, Jonathan Riley-Smith: The New Cambridge Medieval History IV, c.1024 – c.1198 part II, σ. 272
  15. "WHKMLA : History of Dalmatia, 614-802". www.zum.de
  16. 16,0 16,1 Šišić 1920, σ. 153
  17. "WHKMLA : History of Croatia, 1301–1526". www.zum.de
  18. Novak 1957, σσ. 258–259
  19. Novak 1961, σ. 264
  20. Novak 1961, σ. 311
  21. Novak 1965, σ. 8
  • Robert Adam (1764). Ruins of the palace of the Emperor Diocletian at Spalatro in Dalmatia. London: Robert Adam.
  • Andrew A. Paton (1849). "(Spalato)". Highlands and Islands of the Adriatic: Including Dalmatia, Croatia, and the Southern Provinces of the Austrian Empire. Vol. 1. Chapman and Hall.
  • Emily Anne Beaufort Smythe Strangford (1864). "Dalmatia (Spalato)". The eastern shores of the Adriatic in 1863. London: R. Bentley.
  • Fine, John Van Antwerp (1991) [1983]. The Early Medieval Balkans: A Critical Survey from the Sixth to the Late Twelfth Century (στα Αγγλικά). Ανν Άρμπορ, Μίσιγκαν: University of Michigan Press. ISBN 0-472-08149-7. 
  • Edward Augustus Freeman (1881). "Spalato". Sketches from the subject and neighbour lands of Venice. London: Macmillan and Co.
  • R. Lambert Playfair (1892). "Spalato". Handbook to the Mediterranean (3rd ed.). London: J. Murray.
  • "Spalato". Austria-Hungary, Including Dalmatia and Bosnia. Leipzig: Karl Baedeker. 1905.
  • F. K. Hutchinson (1909). "Spalato". Motoring in the Balkans. Chicago: McClurg & Co.
  • Arthur L. Frothingham (1910). "Spalato". Roman Cities in Italy and Dalmatia. New York: Sturgis & Walton Company.
  • Trudy Ring, ed. (1996). "Split". Southern Europe. International Dictionary of Historic Places. Vol. 3. Fitzroy Dearborn.