διαπόρθμευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαπόρθμευση | οι | διαπορθμεύσεις |
γενική | της | διαπόρθμευσης* | των | διαπορθμεύσεων |
αιτιατική | τη | διαπόρθμευση | τις | διαπορθμεύσεις |
κλητική | διαπόρθμευση | διαπορθμεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαπορθμεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαπόρθμευση < ελληνιστική κοινή διαπόρθμευσις + -ση < αρχαία ελληνική διαπορθμεύω < διά (δια-) + πορθμεύω < πορθμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαπόρθμευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαπορθμεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαπόρθμευση
|