κατωφερής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κατωφερής | η | κατωφερής | το | κατωφερές |
γενική | του | κατωφερούς* | της | κατωφερούς | του | κατωφερούς |
αιτιατική | τον | κατωφερή | την | κατωφερή | το | κατωφερές |
κλητική | κατωφερή(ς) | κατωφερής | κατωφερές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κατωφερείς | οι | κατωφερείς | τα | κατωφερή |
γενική | των | κατωφερών | των | κατωφερών | των | κατωφερών |
αιτιατική | τους | κατωφερείς | τις | κατωφερείς | τα | κατωφερή |
κλητική | κατωφερείς | κατωφερείς | κατωφερή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατωφερής < αρχαία ελληνική κατωφερής
Επίθετο
επεξεργασίακατωφερής
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- κατωφέρεια
- κατωφερώς
- → δείτε τις λέξεις κάτω και φέρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατωφερής
|