νικηφόρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίανικηφόρα
- με νίκη
- ο πόλεμος τελείωσε νικηφόρα για τα στρατεύματά μας
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίανικηφόρα θηλυκό και ουδέτερο του νικηφόρος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του νικηφόρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νικηφόρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία νικηφόρα