Ετυμολογία

επεξεργασία
νικηφόρα < νίκη + φέρω

  Επίρρημα

επεξεργασία

νικηφόρα

ο πόλεμος τελείωσε νικηφόρα για τα στρατεύματά μας

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

νικηφόρα θηλυκό και ουδέτερο του νικηφόρος

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του νικηφόρα
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νικηφόρο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία