'ξεπετώ < μεσαιωνική ελληνική ξεπετάζω και ξεπετώ < < ξε + πετῶ και πετάζω < (ελληνιστική κοινή) ἐκπετάζω < αρχαία ελληνική ἐκπετάννυμι.
ξεπετώ (υπάρχουν και τύποι του ξεπετάγω, όπως παρατατικός ξεπέταγα αντί ξεπετούσα)
- Ολοκληρώνω κάτι πολύ σύντομα, με αμφίβολης ποιότητας αποτέλεσμα
- Μην τα ξεπετάς τα κείμενα χωρίς να ρίχνεις δεύτερη ματιά, ο άλλος δίνει 2 ευρώ για να διαβάσει την εφημερίδα
- Ανασκιρτώ
- Ξεπέταξε η καρδιά του, σαν την αντίκρισε.
- (το μεσοπαθητικό) Ξαφνική και χωρίς προειδοποίηση εμφάνιση.
- Πότε πρόλαβες και ξεπετάχτηκες εσύ;
- Δεν πρόλαβε να δει πότε ξεπετάχτηκε το μηχανάκι απ' τη στροφή.
- Όλο ξεπετάγονται καινούργια μοντέλα αυτοκινήτων.
- Μέσα απ' τα σκοτάδια ξεπετάχτηκε μια φλόγα.
- Γρήγορη σωματική ή/και πνευματική ανάπτυξη.
- Για πότε ξεπετάχτηκε αυτό το μικρό! Πώς μεγάλωσε!
Κλίση
απρόσωπες εγκλίσεις
|
απαρέμφατο (αόριστος)
|
ξεπετάξει
|
μετοχή (ενεστώτας)
|
ξεπετώντας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
πρόσωπο
|
ενικός
|
πληθυντικός
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
οριστική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
ξεπετάω, ξεπετώ
|
ξεπετάς
|
ξεπετάει, ξεπετά
|
ξεπετάμε
|
ξεπετάτε
|
ξεπετούν και ξεπετάνε
|
παρατατικός
|
ξεπετούσα
|
ξεπετούσες
|
ξεπετούσε
|
ξεπετούσαμε
|
ξεπετούσατε
|
ξεπετούσαν
|
αόριστος
|
ξεπέταξα
|
ξεπέταξες
|
ξεπέταξε
|
ξεπέταξαμε
|
ξεπέταξατε
|
ξεπέταξαν
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
εξακολουθητικός μέλλοντας
|
θα ξεπετάω, θα ξεπετώ
|
θα ξεπετάς
|
θα ξεπετάει, θα ξεπετά
|
θα ξεπετάμε
|
θα ξεπετάτε
|
θα ξεπετούν και θα ξεπετάνε
|
στιγμιαίος μέλλοντας
|
θα ξεπετάξω
|
θα ξεπετάξεις
|
θα ξεπετάξει
|
θα ξεπετάξουμε
|
θα ξεπετάξετε
|
θα ξεπετάξουν(ε)
|
παρακείμενος α'
|
έχω ξεπετάξει
|
έχεις ξεπετάξει
|
έχει ξεπετάξει
|
έχο(υ)με ξεπετάξει
|
έχετε ξεπετάξει
|
έχουν ξεπετάξει
|
παρακείμενος β'
|
έχω ξεπεταγμένο
|
έχεις ξεπεταγμένο
|
έχει ξεπεταγμένο
|
έχο(υ)με ξεπεταγμένο
|
έχετε ξεπεταγμένο
|
έχουν ξεπεταγμένο
|
υπερσυντέλικος α'
|
είχα ξεπετάξει
|
είχες ξεπετάξει
|
είχε ξεπετάξει
|
είχαμε ξεπετάξει
|
είχατε ξεπετάξει
|
είχαν ξεπετάξει
|
υπερσυντέλικος β'
|
είχα ξεπεταγμένο
|
είχες ξεπεταγμένο
|
είχε ξεπεταγμένο
|
είχαμε ξεπεταγμένο
|
είχατε ξεπεταγμένο
|
είχαν ξεπεταγμένο
|
συντελεσμένος μέλλοντας α'
|
θα έχω ξεπετάξει
|
θα έχεις ξεπετάξει
|
θα έχει ξεπετάξει
|
θα έχο(υ)με ξεπετάξει
|
θα έχετε ξεπετάξει
|
θα έχουν ξεπετάξει
|
συντελεσμένος μέλλοντας β'
|
θα έχω ξεπεταγμένο
|
θα έχεις ξεπεταγμένο
|
θα έχει ξεπεταγμένο
|
θα έχο(υ)με ξεπεταγμένο
|
θα έχετε ξεπεταγμένο
|
θα έχουν ξεπεταγμένο
|
υποτακτική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
να ξεπετάω, να ξεπετώ
|
να ξεπετάς
|
να ξεπετάει, να ξεπετά
|
να ξεπετάμε
|
να ξεπετάτε
|
να ξεπετούν και να ξεπετάνε
|
αόριστος
|
να ξεπετάξω
|
να ξεπετάξεις
|
να ξεπετάξει
|
να ξεπετάξουμε
|
να ξεπετάξετε
|
να ξεπετάξουν(ε)
|
παρακείμενος α'
|
να έχω ξεπετάξει
|
να έχεις ξεπετάξει
|
να έχει ξεπετάξει
|
να έχο(υ)με ξεπετάξει
|
να έχετε ξεπετάξει
|
να έχουν ξεπετάξει
|
παρακείμενος β'
|
να έχω ξεπεταγμένο
|
να έχεις ξεπεταγμένο
|
να έχει ξεπεταγμένο
|
να έχο(υ)με ξεπεταγμένο
|
να έχετε ξεπεταγμένο
|
να έχουν ξεπεταγμένο
|
προστακτική
|
-
|
(εσύ)
|
-
|
-
|
(εσείς)
|
-
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
|
ξεπέτα
|
|
|
ξεπετάτε
|
|
αόριστος
|
|
ξεπέταξε
|
|
|
ξεπετάξτε
|
|
|