Δείτε επίσης: προέχω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσέχω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική προσέχω < πρός + ἔχω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾoˈse.xo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σέ‐χω
παλιότερος συλλαβισμός: προσ‐έ‐χω

προσέχω, αόρ.: πρόσεξα, παθ.φωνή: προσέχομαι, π.αόρ.: προσέχτηκα, μτχ.π.π.: προσεγμένος

  1. παρακολουθώ ή σκέπτομαι κάτι ή κάποιον δείχνοντας ενδιαφέρον
  2. παρατηρώ
  3. είμαι συγκεντρωμένος
  4. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
  5. φροντίζω, περιποιούμαι
  6. συμπαθώ
  7. προφυλάσσω, προφυλάσσομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσέχω < προσ- + ἔχω

προσέχω

  1. έχω παραπάνω
  2. φέρνω κάτι κάπου
  3. (μεταφορικά) μπλέκομαι σε κάτι