προσέχω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσέχω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική προσέχω < πρός + ἔχω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾoˈse.xo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σέ‐χω
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐έ‐χω
Ρήμα
επεξεργασίαπροσέχω, αόρ.: πρόσεξα, παθ.φωνή: προσέχομαι, π.αόρ.: προσέχτηκα, μτχ.π.π.: προσεγμένος
- παρακολουθώ ή σκέπτομαι κάτι ή κάποιον δείχνοντας ενδιαφέρον
- παρατηρώ
- είμαι συγκεντρωμένος
- καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
- φροντίζω, περιποιούμαι
- συμπαθώ
- προφυλάσσω, προφυλάσσομαι
Συγγενικά
επεξεργασία- αξιοπρόσεκτα / αξιοπρόσεχτα
- αξιοπρόσεκτος / αξιοπρόσεχτος
- απρόσεκτα / απρόσεχτα
- απρόσεκτος / απρόσεχτος
- προσεγμένος
- προσεκτικός / προσεχτικός
- προσεκτικά / προσεχτικά
- προσεχής
- προσεχώς
- προσοχή
- → δείτε τις λέξεις προς και έχω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσέχω | πρόσεχα | θα προσέχω | να προσέχω | προσέχοντας | |
β' ενικ. | προσέχεις | πρόσεχες | θα προσέχεις | να προσέχεις | πρόσεχε | |
γ' ενικ. | προσέχει | πρόσεχε | θα προσέχει | να προσέχει | ||
α' πληθ. | προσέχουμε | προσέχαμε | θα προσέχουμε | να προσέχουμε | ||
β' πληθ. | προσέχετε | προσέχατε | θα προσέχετε | να προσέχετε | προσέχετε | |
γ' πληθ. | προσέχουν(ε) | πρόσεχαν προσέχαν(ε) |
θα προσέχουν(ε) | να προσέχουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πρόσεξα | θα προσέξω | να προσέξω | προσέξει | ||
β' ενικ. | πρόσεξες | θα προσέξεις | να προσέξεις | πρόσεξε | ||
γ' ενικ. | πρόσεξε | θα προσέξει | να προσέξει | |||
α' πληθ. | προσέξαμε | θα προσέξουμε | να προσέξουμε | |||
β' πληθ. | προσέξατε | θα προσέξετε | να προσέξετε | προσέξτε | ||
γ' πληθ. | πρόσεξαν προσέξαν(ε) |
θα προσέξουν(ε) | να προσέξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προσέξει | είχα προσέξει | θα έχω προσέξει | να έχω προσέξει | ||
β' ενικ. | έχεις προσέξει | είχες προσέξει | θα έχεις προσέξει | να έχεις προσέξει | ||
γ' ενικ. | έχει προσέξει | είχε προσέξει | θα έχει προσέξει | να έχει προσέξει | ||
α' πληθ. | έχουμε προσέξει | είχαμε προσέξει | θα έχουμε προσέξει | να έχουμε προσέξει | ||
β' πληθ. | έχετε προσέξει | είχατε προσέξει | θα έχετε προσέξει | να έχετε προσέξει | ||
γ' πληθ. | έχουν προσέξει | είχαν προσέξει | θα έχουν προσέξει | να έχουν προσέξει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσέχω
φροντίζω, περιποιούμαι
προφυλάσσω, προφυλάσσομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπροσέχω
- έχω παραπάνω
- φέρνω κάτι κάπου
- (μεταφορικά) μπλέκομαι σε κάτι
Κλίση
επεξεργασία προσέχω - ενεργητικοί τύποι
|
- Μεσοπαθητικοί τύποι → λείπει η κλίση
Πηγές
επεξεργασία- προσέχω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προσέχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.