σύμφορος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σύμφορος | η | σύμφορη | το | σύμφορο |
γενική | του | σύμφορου | της | σύμφορης | του | σύμφορου |
αιτιατική | τον | σύμφορο | τη | σύμφορη | το | σύμφορο |
κλητική | σύμφορε | σύμφορη | σύμφορο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σύμφοροι | οι | σύμφορες | τα | σύμφορα |
γενική | των | σύμφορων | των | σύμφορων | των | σύμφορων |
αιτιατική | τους | σύμφορους | τις | σύμφορες | τα | σύμφορα |
κλητική | σύμφοροι | σύμφορες | σύμφορα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύμφορος < αρχαία ελληνική σύμφορος < συμφέρω < σύν + φέρω
Επίθετο
επεξεργασίασύμφορος, -η, -ο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σύμφορος
|