Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfeɾ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φέρ‐μα

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

φέρμα!

  1. προστακτική του ρήματος φερμάρω
  2. (ως παράγγελμα σε οδηγό) σταμάτα! στοπ!

Συγγενικά

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φέρμα < φέρ(ω) + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φέρμα ουδέτερο

  1. αυτό που φέρεται, ο καρπός της γης
  2. που κυοφορείται, ο καρπός της μήτρας