φερέοικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαφερέοικος -η -ο
- που κουβαλάει το σπίτι του, ο περιπλανώμενος
- που έχει κέλυφος ή καβούκι, ιδίως για το σαλιγκάρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία φερέοικος
|
φερέοικος -η -ο
|