φερμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φερμένος | η | φερμένη | το | φερμένο |
γενική | του | φερμένου | της | φερμένης | του | φερμένου |
αιτιατική | τον | φερμένο | τη | φερμένη | το | φερμένο |
κλητική | φερμένε | φερμένη | φερμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φερμένοι | οι | φερμένες | τα | φερμένα |
γενική | των | φερμένων | των | φερμένων | των | φερμένων |
αιτιατική | τους | φερμένους | τις | φερμένες | τα | φερμένα |
κλητική | φερμένοι | φερμένες | φερμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαφερμένος, -η, -ο
- που τον έχουν φέρει από κάπου
- Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο // Δεν το αντέχουν οι άνθρωποι... (Οδυσσέας Ελύτης, Μονόγραμμα ΙΙΙ)
- που έχει έρθει από κάπου
- Απ’ τις Ινδίες φερμένος, ποιος το ξέρει // πόσα βιβλία μαζί του να ’χει φέρει (Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Ο παπαγάλος)
Μεταφράσεις
επεξεργασία φερμένος
|