↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φερμένος η φερμένη το φερμένο
      γενική του φερμένου της φερμένης του φερμένου
    αιτιατική τον φερμένο τη φερμένη το φερμένο
     κλητική φερμένε φερμένη φερμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φερμένοι οι φερμένες τα φερμένα
      γενική των φερμένων των φερμένων των φερμένων
    αιτιατική τους φερμένους τις φερμένες τα φερμένα
     κλητική φερμένοι φερμένες φερμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φερμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φέρω/φέρνω

φερμένος, -η, -ο

  1. που τον έχουν φέρει από κάπου
    Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο // Δεν το αντέχουν οι άνθρωποι... (Οδυσσέας Ελύτης, Μονόγραμμα ΙΙΙ)
  2. που έχει έρθει από κάπου
    Απ’ τις Ινδίες φερμένος, ποιος το ξέρει // πόσα βιβλία μαζί του να ’χει φέρει (Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Ο παπαγάλος)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία