↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρυσοφόρος η χρυσοφόρος
χρυσοφόρα
το χρυσοφόρο
      γενική του χρυσοφόρου της χρυσοφόρου
χρυσοφόρας
του χρυσοφόρου
    αιτιατική τον χρυσοφόρο τη χρυσοφόρο
χρυσοφόρα
το χρυσοφόρο
     κλητική χρυσοφόρε χρυσοφόρε
χρυσοφόρα
χρυσοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρυσοφόροι οι χρυσοφόροι
χρυσοφόρες
τα χρυσοφόρα
      γενική των χρυσοφόρων των χρυσοφόρων των χρυσοφόρων
    αιτιατική τους χρυσοφόρους τις χρυσοφόρους
χρυσοφόρες
τα χρυσοφόρα
     κλητική χρυσοφόροι χρυσοφόροι
χρυσοφόρες
χρυσοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρυσοφόρος < αρχαία ελληνική χρυσοφόρος, μορφολογικά αναλύεται σε χρυσ(ός) + -ο- + -φόρος

  Επίθετο

επεξεργασία

χρυσοφόρος, -ος/-α, -ο

  1. που φοράει χρυσά, είναι ζάπλουτος, είναι ισχυρός
  2. επιχείρηση ή δραστηριότητα που αποφέρει πολλά κέρδη
  3. που φέρει χρυσό ( για έδαφος)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / χρυσοφόρος τὸ χρυσοφόρον
      γενική τοῦ/τῆς χρυσοφόρου τοῦ χρυσοφόρου
      δοτική τῷ/τῇ χρυσοφόρ τῷ χρυσοφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν χρυσοφόρον τὸ χρυσοφόρον
     κλητική ! χρυσοφόρε χρυσοφόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ χρυσοφόροι τὰ χρυσοφόρ
      γενική τῶν χρυσοφόρων τῶν χρυσοφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς χρυσοφόροις τοῖς χρυσοφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς χρυσοφόρους τὰ χρυσοφόρ
     κλητική ! χρυσοφόροι χρυσοφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χρυσοφόρω τὼ χρυσοφόρω
      γεν-δοτ τοῖν χρυσοφόροιν τοῖν χρυσοφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρυσοφόρος < χρυσός και φέρω

  Επίθετο

επεξεργασία

χρυσοφόρος

  • Ἑλλήνων προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι Μαραθῶνι χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσαν δύναμιν