ψηφίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψηφίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψηφίζω < ψῆφος (μικρή πέτρα για μέτρημα)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /psiˈfi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψη‐φί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαψηφίζω, στ.μέλλ.: θα ψηφίσω, αόρ.: ψήφισα, παθ.φωνή: ψηφίζομαι, π.αόρ.: ψηφίστηκα, μτχ.π.π.: ψηφισμένος
- εκφράζω, μέσω της ψήφου μου, την προτίμησή μου για έναν υποψήφιο ή για μια ιδέα.
- ↪ δεν ξέρω ποιον να ψηφίσω
- ※ ΤΕΛΙΚΑ, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε: ψηφίζουμε (επιλέγουμε πολιτικά) ή κλικάρουμε (επιλέγοντας την ψηφιακή μας καθημερινή πρακτική); Σε κάθε περίπτωση, η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα απαιτεί αυξημένη κριτική σκέψη και πράξη, πριν και μετά (την ψήφο ή το κλικάρισμα). (Η Ναυτεμπορική, Τελικά ψηφίζουμε ή κλικάρουμε; 5/5/2023)
- (μεταφορικά) συμφωνώ με μία πρόταση ή κάνω μία πρόταση
- ↪ εγώ, παιδιά, ψηφίζω να πάμε σινεμά
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψηφίζω | ψήφιζα | θα ψηφίζω | να ψηφίζω | ψηφίζοντας | |
β' ενικ. | ψηφίζεις | ψήφιζες | θα ψηφίζεις | να ψηφίζεις | ψήφιζε | |
γ' ενικ. | ψηφίζει | ψήφιζε | θα ψηφίζει | να ψηφίζει | ||
α' πληθ. | ψηφίζουμε | ψηφίζαμε | θα ψηφίζουμε | να ψηφίζουμε | ||
β' πληθ. | ψηφίζετε | ψηφίζατε | θα ψηφίζετε | να ψηφίζετε | ψηφίζετε | |
γ' πληθ. | ψηφίζουν(ε) | ψήφιζαν ψηφίζαν(ε) |
θα ψηφίζουν(ε) | να ψηφίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψήφισα | θα ψηφίσω | να ψηφίσω | ψηφίσει | ||
β' ενικ. | ψήφισες | θα ψηφίσεις | να ψηφίσεις | ψήφισε | ||
γ' ενικ. | ψήφισε | θα ψηφίσει | να ψηφίσει | |||
α' πληθ. | ψηφίσαμε | θα ψηφίσουμε | να ψηφίσουμε | |||
β' πληθ. | ψηφίσατε | θα ψηφίσετε | να ψηφίσετε | ψηφίστε | ||
γ' πληθ. | ψήφισαν ψηφίσαν(ε) |
θα ψηφίσουν(ε) | να ψηφίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψηφίσει | είχα ψηφίσει | θα έχω ψηφίσει | να έχω ψηφίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ψηφίσει | είχες ψηφίσει | θα έχεις ψηφίσει | να έχεις ψηφίσει | έχε ψηφισμένο | |
γ' ενικ. | έχει ψηφίσει | είχε ψηφίσει | θα έχει ψηφίσει | να έχει ψηφίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψηφίσει | είχαμε ψηφίσει | θα έχουμε ψηφίσει | να έχουμε ψηφίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ψηφίσει | είχατε ψηφίσει | θα έχετε ψηφίσει | να έχετε ψηφίσει | έχετε ψηφισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ψηφίσει | είχαν ψηφίσει | θα έχουν ψηφίσει | να έχουν ψηφίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ψηφισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ψηφισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ψηφισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ψηφισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψηφίζομαι | ψηφιζόμουν(α) | θα ψηφίζομαι | να ψηφίζομαι | ||
β' ενικ. | ψηφίζεσαι | ψηφιζόσουν(α) | θα ψηφίζεσαι | να ψηφίζεσαι | ||
γ' ενικ. | ψηφίζεται | ψηφιζόταν(ε) | θα ψηφίζεται | να ψηφίζεται | ||
α' πληθ. | ψηφιζόμαστε | ψηφιζόμαστε ψηφιζόμασταν |
θα ψηφιζόμαστε | να ψηφιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ψηφίζεστε | ψηφιζόσαστε ψηφιζόσασταν |
θα ψηφίζεστε | να ψηφίζεστε | (ψηφίζεστε) | |
γ' πληθ. | ψηφίζονται | ψηφίζονταν ψηφιζόντουσαν |
θα ψηφίζονται | να ψηφίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψηφίστηκα | θα ψηφιστώ | να ψηφιστώ | ψηφιστεί | ||
β' ενικ. | ψηφίστηκες | θα ψηφιστείς | να ψηφιστείς | ψηφίσου | ||
γ' ενικ. | ψηφίστηκε | θα ψηφιστεί | να ψηφιστεί | |||
α' πληθ. | ψηφιστήκαμε | θα ψηφιστούμε | να ψηφιστούμε | |||
β' πληθ. | ψηφιστήκατε | θα ψηφιστείτε | να ψηφιστείτε | ψηφιστείτε | ||
γ' πληθ. | ψηφίστηκαν ψηφιστήκαν(ε) |
θα ψηφιστούν(ε) | να ψηφιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ψηφιστεί | είχα ψηφιστεί | θα έχω ψηφιστεί | να έχω ψηφιστεί | ψηφισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ψηφιστεί | είχες ψηφιστεί | θα έχεις ψηφιστεί | να έχεις ψηφιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ψηφιστεί | είχε ψηφιστεί | θα έχει ψηφιστεί | να έχει ψηφιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ψηφιστεί | είχαμε ψηφιστεί | θα έχουμε ψηφιστεί | να έχουμε ψηφιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ψηφιστεί | είχατε ψηφιστεί | θα έχετε ψηφιστεί | να έχετε ψηφιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ψηφιστεί | είχαν ψηφιστεί | θα έχουν ψηφιστεί | να έχουν ψηφιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ψηφισμένος - είμαστε, είστε, είναι ψηφισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ψηφισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ψηφισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ψηφισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ψηφισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ψηφισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ψηφισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψηφίζω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ψηφίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαψηφίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- ψῆφος
- ψήφισμα
- ψήφισις
- ψηφιστής
- ψηφισμός
- ψηφισμός (συνήθως σύνθετο: συμψηφισμός, ἐπιψηφισμός, διαψηφισμός
Σύνθετα
επεξεργασία- καταψηφίζομαι
- συμψηφίζω (υπολογίζω, λογαριάζω μαζί αλλά και -μεταγενέστερα- ψηφίζω με κάποιον άλλο)
- ἐπιψηφίζω (θέτω κάτι σε ψηφοφορία)
- ἀποψηφίζομαι (δίνω αρνητική ψήφο)
- διαψηφίζω, πιο σύνηθες μέσο: διαψηφίζομαι, (μέλλων διαψηφιοῦμαι) (αποφασίζω δια ψήφου)
- προσψηφίζομαι (ψηφίζω επισης)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ψηφίζω | ψηφίζομαι |
Παρατατικός | ἐψήφιζον | ἐψηφιζόμην |
Μέλλοντας | ψηφιῶ | ψηφιοῦμαι/ψηφίσομαι/ψηφισθήσομαι |
Αόριστος | ἐψήφισα | ἐψηφισάμην/ἐψηφίσθην |
Παρακείμενος | ἐψήφικα | ἐψήφισμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐψηφίκειν | ἐψηφίσμην/ἐψηφισμένος ἦν |
Συντελ.Μέλλ. | ἐψηφισμένος ἔσομαι |
Σημειώσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ψηφίζω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ψηφίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψηφίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.