Δείτε επίσης: Ἀρίζηλος, ἀρίδηλος
γένη → αρσενικό & θηλυκό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀρίζηλος ἀριζήλη τὸ ἀρίζηλον
      γενική τοῦ/τῆς ἀριζήλου τῆς ἀριζήλης τοῦ ἀριζήλου
      δοτική τῷ/τῇ ἀριζήλ τῇ ἀριζήλ τῷ ἀριζήλ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀρίζηλον τὴν ἀριζήλην τὸ ἀρίζηλον
     κλητική ! ἀρίζηλε ἀριζήλη ἀρίζηλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀρίζηλοι αἱ ἀρίζηλαι τὰ ἀρίζηλ
      γενική τῶν ἀριζήλων τῶν ἀριζήλων τῶν ἀριζήλων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀριζήλοις ταῖς ἀριζήλαις τοῖς ἀριζήλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀριζήλους τὰς ἀριζήλᾱς τὰ ἀρίζηλ
     κλητική ! ἀρίζηλοι ἀρίζηλαι ἀρίζηλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀριζήλω τὼ ἀριζήλ τὼ ἀριζήλω
      γεν-δοτ τοῖν ἀριζήλοιν τοῖν ἀριζήλαιν τοῖν ἀριζήλοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'φρόνιμος' όπως «φρόνιμος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀρίζηλος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀρίζηλος, -ος/-η, -ον επικός τύπος του ἀρίδηλος

  1. φανερός, καταφανής, ευδιάκριτος
  2. (για άστρα) πολύ φωτεινός, εναργής
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 27 (στίχοι 25-29)
    Τὸν δ᾽ ὁ γέρων Πρίαμος πρῶτος ἴδεν ὀφθαλμοῖσι, | παμφαίνονθ᾽ ὥς τ᾽ ἀστέρ᾽ ἐπεσσύμενον πεδίοιο, | ὅς ῥά τ᾽ ὀπώρης εἶσιν, ἀρίζηλοι δέ οἱ αὐγαὶ | φαίνονται πολλοῖσι μετ᾽ ἀστράσι νυκτὸς ἀμολγῷ, | ὅν τε κύν᾽ Ὠρίωνος ἐπίκλησιν καλέουσι.
    Πρώτος ο γέρος Πρίαμος τον είδε στην πεδιάδα, | ολόλαμπρος να χύνεται σαν τ᾽ άστρο που προβάλλει | το φως του καλοκαιρινά και στα πολλά τ᾽ αστέρια | ανάμεσα φεγγοβολεί στο νυκτικό σκοτάδι, | που σκύλον του Ωρίωνος τον ονομάζουν.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    Κι ο γέρος Πρίαμος πρώτος τον είδε με τα μάτια του | ολόλαμπρο να χύνεται στην πεδιάδα σαν άστρο | που προβάλλει το φως του καλοκαιρινά και οι αυγές | φαίνονται πολύ φωτεινές ανάμεσα στα πολλά τα αστέρια στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας, | και τον οποίον σκύλον του Ωρίωνος τον ονομάζουν.
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 2. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ κέλητι, 55 (2.55-2.56)
    ἀστὴρ ἀρίζηλος, ἐτυμώτατον | ἀνδρὶ φέγγος·
    σαν άστρο πάμφωτο, σαν την πιο αληθινή | λάμψη για τον άνθρωπο.
    Μετάφραση (2004), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
  3. (για ήχο) ισχυρός, δυνατός
  4. (για ανθρώπους) θαυμαστός, έξοχος, διαπρεπής
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 6 (5-6)
    ῥέα μὲν γὰρ βριάει, ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει, | ῥεῖα δ᾽ ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει,
    Γιατί εύκολα αυτός δίνει τη δύναμη, μα κι εύκολα τον ισχυρό καταστρέφει, | εύκολα τον περιφανή μειώνει και υψώνει τον αφανή,
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία