↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐϋπλοκαμίς αἱ ἐϋπλοκαμῖδες
      γενική τῆς ἐϋπλοκαμῖδος τῶν ἐϋπλοκαμίδων
      δοτική τῇ ἐϋπλοκαμῖδ ταῖς ἐϋπλοκαμῖσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἐϋπλοκαμῖδ τὰς ἐϋπλοκαμῖδᾰς
     κλητική ! ἐϋπλοκαμίς* ἐϋπλοκαμῖδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐϋπλοκαμῖδε
γεν-δοτ τοῖν  ἐϋπλοκαμίδοιν
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐϋπλοκαμίς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐϋπλοκαμίς, -ῖδος θηλυκό