ενεστώτας descend
γ΄ ενικό ενεστώτα descends
αόριστος descended
παθητική μετοχή descended
ενεργητική μετοχή descending

descend (en)

  1. κατεβαίνω
     συνώνυμα: get down
  2. κατηφορίζω
     συνώνυμα: fall
  3. κατάγομαι
  4. φέρομαι ανήθικα
  5. (μουσική) κατέρχομαι κλίμακα