ενεστώτας knuckle down
γ΄ ενικό ενεστώτα knuckles down
αόριστος knuckled down
παθητική μετοχή knuckled down
ενεργητική μετοχή knuckling down

  Ετυμολογία

επεξεργασία
knuckle down < → δείτε τις λέξεις knuckle και down

knuckle down (en)