Ετυμολογία

επεξεργασία

mentionner < mention

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mɑ̃.sjɔ.ne/
 

mentionner (fr)

  1. αναφέρω
    Il eût fallu que j'eusse mentionné ce terme pour que vous comprissiez mes propos.
  2. μνημονεύω
  3. αναγράφω
  4. κάνω λόγο για