Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tumble tumbles

tumble (en)

ενεστώτας tumble
γ΄ ενικό ενεστώτα tumbles
αόριστος tumbled
παθητική μετοχή tumbled
ενεργητική μετοχή tumbling

tumble (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κατρακυλώ, πέφτω
    He slipped and tumbled down the stairs.
    Γλίστρησε και κατρακύλησε στις σκάλες.
    He tumbled down the stairs/into bed.
    Έπεσε στις σκάλες/στο κρεβάτι.
    He tumbled out of a window/off his bike.
    Έπεσε από ένα παράθυρο/το ποδήλατό του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fall
  2. (αμετάβατο) πέφτω, η αξία ή ποσότητα γίνεται λιγότερα ραγδαία/απότομα
    The prices tumbled.
    Οι τιμές πέσαν απότομα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη decline