Μητροπολίτης (Ορθόδοξη Εκκλησία)
Τμήμα μιας σειράς λημμάτων Βαθμοί Ιεροσύνης της | |
---|---|
Επίσκοπος | |
Πρεσβύτερος | |
Διάκονος | |
Στην Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία ο κληρικός που διοικεί μία μητροπολιτική περιφέρεια ονομάζεται Μητροπολίτης. Ο βαθμός ιεροσύνης που οφείλει να κατέχει κάποιος ως Μητροπολίτης είναι αυτός του επισκόπου. Κατά τον εκκλησιαστικό συγγραφέα Γαβριήλ Φιλαδελφείας στο έργο του "Περί ιερωσύνης", Μητροπολίτης καλείται ο επίσκοπος "δια τι είναι ως μήτηρ της πόλεώς του". Η μητροπολιτική περιφέρεια ως έδρα του έχει υπόσταση, είναι δηλαδή ποιμαντικά ενεργός σε μία συγκεκριμένη πληθυσμιακή μερίδα.
Εκλέγεται από κανονική Σύνοδο Ιεραρχών τοπικής Εκκλησίας και ενθρονίζεται στην επαρχία του. Κάθε Μητροπολίτης τυγχάνει ισόβιος και αναπληρώνεται μόνο σε περίπτωση έγκυρα διαπιστωμένης ασθένειας, που τον εμποδίζει να ασκεί πλήρως τα καθήκοντά του. Υπόκειται στην εκκλησιαστική δικαιοσύνη για νομοκανονικά παραπτώματα και δικάζεται από ομοίους του στο βαθμό αρχιερείς. Η προσφώνηση του Μητροπολίτη είναι Σεβασμιώτατος εκτός από την περίπτωση όπου τον προσφωνεί ο Οικουμενικός Πατριάρχης οπότε τον αποκαλεί Ιερώτατο. Επίσης, ο εκάστοτε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ο Μητροπολίτης Σπάρτης και Μονεμβασίας (εντός των ορίων της Μονεμβασιάς) καθώς και ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας, φέρουν το προνόμιο εντός των ορίων των Μητροπόλεών τους, να προσφωνούνται ομοίως, δηλαδή "Παναγιώτατος".
Τιτουλάριος Μητροπολίτης
Από τους πρώτους χρόνους της σύστασης της Χριστιανικής Εκκλησίας, κάθε μεγάλη πόλη του Ρωμαϊκού κράτους έχει τον επίσκοπό της, που ως διάδοχος των Αποστόλων συγκεντρώνει την ανώτατη εκκλησιαστική εξουσία, είναι η πηγή και το κέντρο της πνευματικής εξουσίας και η ορατή κεφαλή της τοπικής Εκκλησίας. Λόγω όμως των διωγμών ήταν απαραίτητη η παρουσία του επισκόπου, ακόμη και στις μικρές πόλεις, στις κωμοπόλεις και στα χωριά για τη συγκράτηση του λαού. Περίπου δε τον γ΄ αιώνα εμφανίζονται και οι χωρεπίσκοποι, που δεν διέφεραν, όπως και οι προηγούμενοι, κατά την πνευματική, κυβερνητική ή ποιμαντική εξουσία από τους επισκόπους των πόλεων. Δυστυχώς όμως, από τον δ΄ αιώνα, άρχισαν να εξαρτώνται οι χωρεπίσκοποι από τους επισκόπους των πόλεων. Δυστυχώς όμως, από τον δ΄ αιώνα, άρχισαν να εξαρτώνται οι χωρεπίσκοποι από τους επισκόπους των πόλεων καιι να εμφανίζονται και επίσκοποι, που εκλέγονταν για να βοηθούν επαρχιούχους επισκόπους, από τους οποίους και χειροτονόνταν, όπως:
- οι χωρεπίσκοποι με το όνομα μιας μεγάλης περιφέρειας, που το όνομα της οποίας μπορούσαν να έχουν δύο ή και περισσότεροι χωρεπίσκοποι,
- οι επίσκοποι μοναχοί "ου πόλεως τινος, αλλά τιμής ένεκεν",
- οι επίσκοποι, που εκλέγονταν "άμφω της αυτής προστώσιν Εκκλησίας" με ένα ηλικιωμένο επίσκοπο, για να τον διαδεχτούν μετά τον θάνατό του,
- οι χωρεπίσκοποι, που δεν είχαν επισκοπική έδρα και
- οι περιοδευτές επίσκοποι, που δεν είχαν επίσης επισκοπική έδρα. Γεγονός που διαπιστώνεται αβίαστα από τις αποφάσεις των Συνόδων της Αγκύρας (314), της Νεοκαισάρειας (315), της Α΄ Οικουμενικής (325), της Αντιόχειας (341), της Σαρδικής (343), της Λαοδίκειας (360), από το 11ο έπος της Α΄ τομής της Β΄ βίβλου των ιστορικών του Γρηγορίου του Θεολόγου (328-391) και από τις επιστολές του Μ. Βασιλείου (330-378).
Στο τέλος του ζ΄ αιώνα, η Εκκλησία, με τον 37ο Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου (691-692), αντιμετώπισε το πρόβλημα των περιστατούμενων και όχι εμπερίστατων Εκκλησιών και αποφάσισε ότι οι αρχιερείς, που οι επαρχίες τους "υποχείριοι τοις ανόμοις κατέστησαν" και για τον λόγο αυτό δε μπορούσαν μετά τη χειροτονία τους "τον οικείον θρόνον καταλαβείν", να μπορούν "και χειροτονίας κληρικών διαφόρων κανονικώς ποιείν και τη της προεδρίας αυθεντία κατα τον ίδιον όρον κεχρήσθαι και βεβαίαν και νενομισμένην είναι πάσαν υπ' αυτών προϊούσαν διοίκησιν". Αργότερα και ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ (1094) με την 33η Νεαρά του διευκολύνει τη συνέχιση της ανάδειξης αρχιερέων σε επαρχίες, που δεν μπορούσαν να εγκατασταθούν "ως υπό των εχθίστων κατεχομένων εχθρών". Επειδή οι κατακτήσεις συνεχίζονταν και οι επαρχίες του Θρόνου συρρικνώνονταν, για να μη μείνει απροστάτευτο το χριστιανικό πλήρωμα και στερημένο πνευματικού ποιμένα στο έλεος των κατακτητών, το Οικουμενικό Πατριαρχείο παραχωρούσε "κατ' οικονομίαν" επιτροπικώς ή "κατά λόγον επιδόσεως" κάποιες επαρχίες σε κοντινές ή και μακρινές μητροπόλεις, αρχιεπισκοπές και επισκοπές του Θρόνου "δίχα μέντοι της εν τω ιερώ συνθρόνω εγκαθιδρύσεως". Από τον ιε΄ αιώνα η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως προήγαγε έγκριτους κληρικούς σε αρχιερείς με τους τίτλους "πάλαι ποτέ διαλαμψασών" επαρχιών, προκειμένου να τους αναθέσει διάφορες υψηλές εκκλησιαστικές διακονίες. Από δε του ις΄ αιώνα διασώζωνται και υπομνήματα εκλογής τιτουλαρίων αρχιερέων. Ο θεσμός των τιτουλαρίων αρχιερέων από τις αρχές περίπου του ιη΄ αιώνα άλλοτε περιορίζεται "ου μόνον ως αντίθετον πάντη και εναντίον τοις ιεροίς κανόσιν" και άλλοτε επαναφέρεται ως "αρχαίον της Εκκλησίας έθος". Αλλά και τον επόμενο αιώνα, παρά τους περιορισμούς των Γενικών ή Εθνικών Κανονισμών του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1860), οι εκλογές των τιτουλαρίων αρχιερέων δεν έπαυσαν να γίνονται. Αποτελούν θεσμό, η δε εκλογή τους, επειδή στηρίζεται στο έθιμο, είναι έγκυρη όσο και των "εν ενεργεία αρχιερέων". Φέρουν δε τον τίτλο "πάλαι ποτέ διαλαμψάσης" επαρχίας, επειδή απαγορεύεται από τους Κανόνες η "απολελυμένη χειροτονία". Έτσι οι "κατ' έθος παλαιόν" εκλογές των τιτουλαρίων αρχιερέων δεν έπαυσαν να γίνονται μέχρι σήμερα και όχι μόνο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο αλλά και στις άλλες Ορθόδοξες Πατριαρχικές και Αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Υπάρχουν σήμερα τιτουλάριοι αρχιερείς ως βοηθοί επίσκοποι, ως ηγούμενοι Μονών, ως πρωτοσυγκελλεύοντες, ως αρχιγραμματεύοντες Ιεράς Συνόδου, ως αρχιερατικώς προϊσταμενεύοντες Κοινοτήτων ή Περιφερειών και ως αντιπρόσωποι σε διεκκλησιαστικούς ή διεθνείς Οργανισμούς.
Βιβλιογραφία
- Οι τιτουλάριοι αρχιερείς του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έκδοση αναθεωρημένη, Εκδόσεις Περί τεχνών, Πάτρα 2003, σ.σ. 398 (ISBN 960-8260-34-5).