Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μπαλτύς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μπαλτύς
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Balthus (Γαλλικά)
Γέννηση29  Φεβρουαρίου 1908[1][2][3]
Παρίσι[4][5]
Θάνατος18  Φεβρουαρίου 2001[2][3][6]
Ροσινιέρ[5]
Τόπος ταφήςΡοσινιέρ
ΕθνικότηταΓάλλοι[7]
ΨευδώνυμοKlossowski de Rola, Balthasa, Count και Klossowski, Balthasar
Χώρα πολιτογράφησηςΓαλλία[8]
Πολωνία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓαλλικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταζωγράφος[7][9]
σκηνογράφος[7][9]
σκιτσογράφος[10][7][9]
εικονογράφος[7]
φωτογράφος[9]
Οικογένεια
ΤέκναΣτάνισλας Κλοσόφσκι ντε Ρόλα
Ταντέε Κλοσόφσκι[11]
Χαρούμι Κλοσόφσκα ντε Ρόλα
ΓονείςΈριχ Κλοσόφσκι και Μπαλαντίν Κλοσόφσκα
ΑδέλφιαΠιερ Κλοσόφσκι
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΑυτοκρατορικό βραβείο (1991)[12]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Μπαλτάσαρ Κλοσόφσκι ντε Ρόλα (γαλλικά: Balthasar Klossowski de Rola‎‎, 29 Φεβρουαρίου 1908 – 18 Φεβρουαρίου 2001), γνωστός ως Μπαλτύς (γαλλικά: Balthus‎‎), ήταν Πολωνο-Γάλλος μοντέρνος καλλιτέχνης. Είναι γνωστός για τις ερωτικά φορτισμένες εικόνες του με κορίτσια στην εφηβεία, αλλά και για την εκλεπτυσμένη, ονειρική ποιότητα των εικόνων του.

Καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας του, ο Μπαλτύς απέρριπτε τις συνήθεις συμβάσεις του κόσμου της τέχνης. Επέμενε ότι οι πίνακές του έπρεπε να βλέπονται και όχι να διαβάζονται, και αντιστάθηκε στις προσπάθειες δημιουργίας βιογραφικού προφίλ.[13] Παρ' όλα αυτά, προς το τέλος της ζωής του συμμετείχε σε μια σειρά διαλόγων με τον νευροβιολόγο Σεμίρ Ζέκι, οι οποίοι διεξήχθησαν στο σαλέ του στο Ροσινιέρ της Ελβετίας και στο Παλάτσο Φαρνέζε (Γαλλική Πρεσβεία) στη Ρώμη. Εκδόθηκαν το 1995 υπό τον τίτλο La Qûete de l'essentiel,[14] και σε αυτούς παραθέτει ορισμένες από τις απόψεις του για την τέχνη, τη ζωγραφική και ορισμένους άλλους ζωγράφους.[15]

Πορτραίτα του Μπαλτύς από τον Όλιβερ Μαρκ, Ροσινιέρ 2000

Ο Μπαλτύς γεννήθηκε στο Παρίσι, το 1908, από ομογενείς γονείς από τη Πρωσία. Το πραγματικό του όνομα ήταν Μπαλτάσαρ Κλοσόφσκι - το προσωνύμιο "Balthus" βασίστηκε στο παιδικό του παρατσούκλι, το οποίο γράφεται εναλλακτικά Baltus, Baltusz, Balthusz ή Balthus.

Ο πατέρας του, Έριχ Κλοσόφσκι, ήταν ιστορικός τέχνης και έγραψε μια σημαντική μονογραφία για τον Ονορέ Ντωμιέ. Ο Έριχ μεγάλωσε στην πόλη Ράγκνιτ της Ανατολικής Πρωσίας, που σήμερα ανήκει στη Ρωσία αλλά τότε στη Γερμανική Αυτοκρατορία.[16] Σε αντίθεση με τον αδελφό του ή τους γονείς του, ο Μπαλτύς ισχυρίστηκε ότι ανήκε στην πρώην πολωνική μικροαστική αριστοκρατία (drobna szlachta) και η οικογένειά του έφερε το οικόσημο Ρόλα. Αργότερα ο Μπαλτύς επεξεργάστηκε ευφάνταστα την οικογενειακή του καταγωγή, χρησιμοποιώντας το επώνυμο «Klossowski de Rola» και προσθέτοντας τον όρο «κόμης» σε αυτόν τον τίτλο, κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ κανείς στην καταγεγραμμένη ιστορία της οικογένειάς του.

Η μητέρα του Μπαλτύς, Ελιζαμπέτ Ντοροτέ Σπίρο Κλοσόφσκα (γνωστή ως Μπαλαντίν Κλοσόφσκα) καταγόταν από Λιθουανούς Εβραίους που είχαν μεταναστεύσει στην Ανατολική Πρωσία.[17] Στον κατάλογο της έκθεσης Balthus του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης το 1984, περιγράφεται ως κόρη ενός ψάλτη από το Κόρελιτς της περιφέρειας Νοβογκρουντόκ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.[18] Ωστόσο, ο Μπαλτύς δήλωσε στον βιογράφο του Νίκολας Φοξ Βέμπερ ότι αυτό ήταν λανθασμένο και ότι η μητέρα του καταγόταν «προφανώς από προτεσταντική οικογένεια της νότιας Γαλλίας».[19] Σύμφωνα όμως με τον Βέμπερ, αυτό ήταν μια σύγχυση εκ μέρους του Μπαλτύς. Στην πραγματικότητα, ο Μπαλτύς συχνά κεντούσε πάνω στην ιστορία της καταγωγής της μητέρας του, λέγοντας ότι είχε επίσης συγγένεια με τους Ρομανώφ και τους Ναρίσκιν, ισχυρές αριστοκρατικές οικογένειες της Ρωσίας. Σε μια άλλη συγκεχυμένη ανατροπή, ο Βέμπερ αναφέρει ότι ο εραστής της Μπαλαντίν, ο ποιητής Ράινερ Μαρία Ρίλκε, είχε πει ότι οι Σπίρο καταγόταν από μια από τις πλουσιότερες οικογένειες Σεφαρδιτών Εβραίων, δηλαδή ότι ήταν ισπανικής και όχι ανατολικοευρωπαϊκής καταγωγής. Ο Βέμπερ αμφισβήτησε και αυτή την ιστορία, καθώς ο γιος του Μπαλτύς, ο Φούμιο, που γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960, έπασχε από τη νόσο Τέι-Ζακς, μια γενετική διαταραχή που συνήθως συνδέεται με τους Εβραίους της Ανατολικής Ευρώπης.[20]

Ο μεγαλύτερος αδελφός του Μπαλτύς, ο Πιερ Κλοσόφσκι (1905–2001), έγινε γνωστός συγγραφέας και φιλόσοφος.

Τα παιδιά του Κλοσόφσκι μεγάλωσαν σε ένα περιβάλλον που χαρακτηριζόταν από τον κόσμο της τέχνης, με συχνές επισκέψεις στο σπίτι τους διάσημων καλλιτεχνών και συγγραφέων, όπως ο Ρίλκε, ο Αντρέ Ζιντ (ο οποίος ήταν μέντορας του Πιερ) και ο Ζαν Κοκτώ (ο οποίος θα απεικόνιζε την οικογένεια σε σκηνές του μυθιστορήματός του Les Enfants Terribles του 1929). Οι καλλιτέχνες Μωρίς Ντενί και Πιέρ Μπονάρ ήταν επίσης επισκέπτες. Τα παιδιά είχαν μια σκωτσέζα νταντά και ο Μπαλτύς θα έλεγε αργότερα ότι η πρώτη του γλώσσα ήταν τα αγγλικά, αν και οι γονείς του μιλούσαν μεταξύ τους γερμανικά.[21]

Συνολικά, ο Μπαλτύς είχε μια ειδυλλιακή ανάμνηση αυτών των πρώτων παιδικών χρόνων, τα οποία διακόπηκαν όταν, λίγο μετά την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, η οικογένεια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Παρίσι για να αποφύγει την απέλαση λόγω της γερμανικής υπηκοότητάς της. Εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Ελβετία και αργότερα στο Βερολίνο.[22]

Το 1917 οι γονείς του χώρισαν και η μητέρα του μετακόμισε με τα δύο αγόρια στη Γενεύη. Ζούσαν σε ένα ταπεινό διαμέρισμα στην οδό Pré-Jérôme 11, μια άνετη γειτονιά.[23] Περίπου ένα χρόνο αργότερα η μητέρα του έγινε ερωμένη του Ρίλκε. Ο Ρίλκε εντυπωσιάστηκε πολύ από το καλλιτεχνικό ταλέντο του νεαρού «Μπαλτύς» και τον βοήθησε να εκδώσει το πρώτο του έργο το 1921, σε ηλικία 13 ετών. Επρόκειτο για ένα μυθιστόρημα χωρίς λόγια με τίτλο Mitsou[24] το οποίο περιλάμβανε σαράντα σχέδια του Μπαλτύς και πρόλογο του Ρίλκε. Οι εικόνες σε στυλ κόμικς απεικονίζουν την ιστορία ενός νεαρού αγοριού που χάνει την αγαπημένη του γάτα. Τα θέματα της ιστορίας προδιέγραψαν τη δια βίου γοητεία του Μπαλτύς για τις γάτες, μαζί με το αίσθημα της απώλειας ή της εξαφάνισης.

Τα Χριστούγεννα του 1921, η Μπαλαντίν, έχοντας εξαθλιωθεί οικονομικά, μετακόμισε στο Βερολίνο με τα παιδιά της για να ζήσει με τον αδελφό της.

Το 1926 ο Μπαλτύς επισκέφθηκε τη Φλωρεντία, όπου αντέγραψε πολλές τοιχογραφίες του αναγεννησιακού δασκάλου Πιέρο ντέλλα Φραντσέσκα. Αυτό ενέπνευσε ένα πρώιμο φιλόδοξο έργο του: τις τοιχογραφίες τέμπερας της προτεσταντικής εκκλησίας του ελβετικού χωριού Μπεάτενμπεργκ, τις οποίες εκτέλεσε το 1927.

Από το 1930 έως το 1931 ο Μπαλτύς υπηρέτησε στον γαλλικό στρατό στο Μαρόκο. Κατατάχθηκε στο μαροκινό πεζικό στην Κενίτρα και τη Φεζ, εργάστηκε ως γραμματέας και σχεδίασε τον πίνακα La Caserne (1933).

Το 1933 μετακόμισε στο Παρίσι, όπου απέκτησε στούντιο στην Rue de Furstemberg. Αργότερα θα μετακομίσει σε ένα άλλο στούντιο στην κοντινή Cour de Rohan. Ο Μπαλτύς δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για μοντερνιστικές τεχνοτροπίες όπως ο κυβισμός. Οι πίνακές του ήταν ρεαλιστικοί αλλά εσωστρεφείς, κατά τον τρόπο της δεύτερης γενιάς των υπερρεαλιστών ζωγράφων, όπως ο Σαλβαδόρ Νταλί, οι οποίοι συχνά χρησιμοποιούσαν ρεαλιστικές τεχνικές για να απεικονίσουν ψυχολογικά μοτίβα ή ονειρικές εικόνες. Ο Μπαλτύς απεικόνιζε συχνά κορίτσια στην εφηβεία σε ερωτικές και ηδονοβλεπτικές πόζες. Ένα από τα πιο διαβόητα έργα από την πρώτη του έκθεση στο Παρίσι ήταν το Μάθημα κιθάρας (1934), το οποίο προκάλεσε αντιδράσεις λόγω των σαδιστικών και σεξουαλικά ρητών εικόνων του. Απεικονίζει ένα νεαρό κορίτσι αγκαλιασμένο ανάσκελα πάνω από τα γόνατα της δασκάλας του, τα χέρια της οποίας είναι τοποθετημένα πάνω στο κορίτσι σαν να παίζουν πάνω της σαν κιθάρα: το ένα χέρι κοντά στο εκτεθειμένο αιδοίο της και το άλλο χέρι πιάνει τα μαλλιά της. Άλλα έργα από την ίδια έκθεση ήταν τα Ο δρόμος (1933), Το ντύσιμο της Κάθι (1933) και Η Αλίκη (1933).[25]

Από νωρίς το έργο του έγινε αντικείμενο θαυμασμού από συγγραφείς και συναδέλφους του ζωγράφους, ιδίως από τον Αντρέ Μπρετόν και τον Πάμπλο Πικάσο. Ο κύκλος των φίλων του στο Παρίσι περιελάμβανε τους μυθιστοριογράφους Πιερ Ζαν Ζουβ, Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ, Ζοζέφ Μπράιτμπαχ, Πιερ Λεϊρί, Ανρί Μισώ, Μισέλ Λεϊρί και Ρενέ Σαρ, τον φωτογράφο Μαν Ραίη, τον θεατρικό συγγραφέα και ηθοποιό Αντονέν Αρτώ, καθώς και τους ζωγράφους Αντρέ Ντεραίν, Ζουάν Μιρό και Αλμπέρτο Τζακομέττι (έναν από τους πιο πιστούς φίλους του). Το 1948, ένας άλλος φίλος, ο Αλμπέρ Καμύ, του ζήτησε να σχεδιάσει τα σκηνικά και τα κοστούμια για το έργο του L'État de Siège (Κατάσταση πολιορκίας, σε σκηνοθεσία Ζαν Λουί Μπαρό). Ο Μπαλτύς σχεδίασε επίσης τα σκηνικά και τα κοστούμια για τη διασκευή του Αρτώ στο έργο του Πέρσι Σέλλεϋ The Cenci (1935), για το Delitto all'isola delle capre (Έγκλημα στο νησί των κατσικιών, 1953) του Ούγκο Μπέττι και για τη διασκευή του Ιουλίου Καίσαρα από τον Μπαρό (1959–1960).

Το 1937 παντρεύτηκε την Αντουανέτ ντε Βατβίλ, η οποία προερχόταν από αριστοκρατική οικογένεια με επιρροή από τη Βέρνη. Την είχε γνωρίσει ήδη από το 1924, και αποτέλεσε το μοντέλο για το προαναφερθέν «Ντύσιμο της Κάθι» και για μια σειρά πορτραίτων. Ο Μπαλτύς απέκτησε δύο παιδιά από αυτόν τον γάμο, τον Στάνισλας (γεννημένος το 1942) και τον Ταντέους Κλοσόφσκι (γεννημένος το 1944), οι οποίοι πρόσφατα δημοσίευσαν βιβλία για τον πατέρα τους, συμπεριλαμβανομένων των επιστολών των γονέων τους. Ο Στάνισλας, γνωστός ως "Stash", έγινε προσωπικότητα του swing του Λονδίνου και του Παρισιού τη δεκαετία του 1960.[26]

Από το Σαμπροβέν στο Σασί

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1940, με την εισβολή των γερμανικών δυνάμεων στη Γαλλία, ο Μπαλτύς κατέφυγε με τη σύζυγό του Αντουανέτ στη Σαβοΐα σε ένα αγρόκτημα στο Σαμπροβέν, κοντά στο Αιξ-λε-Μπαιν, όπου άρχισε να εργάζεται πάνω σε δύο σημαντικούς πίνακες: Τοπίο κοντά στο Σαμπροβέν (1942–1945) και Το σαλόνι (1942). Το 1942 δραπέτευσε από την κατεχόμενη Γαλλία στην Ελβετία, αρχικά στη Βέρνη και το 1945 στη Γενεύη, όπου έγινε φίλος του εκδότη Άλμπερτ Σκίρα καθώς και του συγγραφέα και μέλους της Γαλλικής Αντίστασης Αντρέ Μαλρώ. Ο Μπαλτύς επέστρεψε στη Γαλλία το 1946 και ένα χρόνο αργότερα ταξίδεψε με τον Αντρέ Μασόν στη Νότια Γαλλία, όπου γνώρισε προσωπικότητες όπως ο Πικάσο και ο Ζακ Λακάν, ο οποίος τελικά έγινε συλλέκτης του έργου του. Μαζί με τον Αντόλφ Μουρόν Κασσάντρ, το 1950, ο Μπαλτύς σχεδίασε σκηνικά για μια παραγωγή της όπερας Così fan tutte του Μότσαρτ στην Αιξ-αν-Προβάνς. Τρία χρόνια αργότερα μετακόμισε στο κάστρο του Σασί στο Μορβάν, ζώντας με τη θετή ανιψιά του Φρεντερίκ Τισόν και τελειώνοντας τα μεγάλης κλίμακας αριστουργήματά του La Chambre (Το δωμάτιο, 1952, πιθανώς επηρεασμένο από τα μυθιστορήματα του Πιερ Κλοσόφσκι) και Le Passage du Commerce Saint-André (Εμπορικό πέρασμα Σαιντ-Αντρέ, 1954).

Στις δεκαετίες του 1960 και του '70 έζησε στη βίλα των Μεδίκων και την ανακαίνισε, ενώ ήταν διευθυντής της Γαλλικής Ακαδημίας στη Ρώμη.
Το Μεγάλο Σαλέ του Μπαλτύς στη Ροσενιέρ

Το 1977 μετακόμισε στη Ροσινιέρ της Ελβετίας. Το γεγονός ότι είχε μια δεύτερη, Γιαπωνέζα σύζυγο, τη Σετσούκο Ιντέτα, την οποία παντρεύτηκε το 1967 και ήταν τριάντα πέντε χρόνια νεότερή του, απλώς ενίσχυε τον αέρα του μυστηρίου γύρω του (τη γνώρισε στην Ιαπωνία, κατά τη διάρκεια μιας διπλωματικής αποστολής που επίσης ξεκίνησε από τον Μαλρώ). Ένας γιος, ο Φούμιο, γεννήθηκε το 1968 αλλά πέθανε δύο χρόνια αργότερα.

Οι φωτογράφοι και φίλοι Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν και Μαρτίν Φρανκ (σύζυγος του Καρτιέ-Μπρεσόν) απεικόνισαν τον ζωγράφο, τη σύζυγό του και την κόρη τους Χαρούμι (γεννημένη το 1973) στο Μεγάλο Σαλέ του στη Ροσινιέ το 1999.

Ο Μπαλτύς ήταν ένας από τους λίγους εν ζωή καλλιτέχνες που εκπροσωπήθηκαν στο Λούβρο, όταν ο πίνακάς του Τα παιδιά (1937) αποκτήθηκε από την ιδιωτική συλλογή του Πάμπλο Πικάσο.[27][28]

Πέθανε στη Ροσινιέρ της Ελβετίας. Στην κηδεία του παρέστησαν πρωθυπουργοί και ροκ σταρ. Ο Bono, τραγουδιστής των U2, τραγούδησε για τους εκατοντάδες πενθούντες στην κηδεία, μεταξύ των οποίων ο πρόεδρος της Γαλλίας, ο πρίγκιπας Σαντρουντίν Αγά Χαν, το σούπερ μοντέλο Ελ ΜακΦέρσον και ο Καρτιέ-Μπρεσόν.

Το ύφος του Μπαλτύς είναι κατά κύριο λόγο κλασικό. Το έργο του παρουσιάζει πολλές επιρροές, όπως τα γραπτά της Έμιλι Μπροντέ, τα γραπτά και η φωτογραφία του Λιούις Κάρολ, καθώς και οι πίνακες των Μαζάτσο, Πιέρο ντέλλα Φραντσέσκα, Σιμόνε Μαρτίνι, Πουσέν, Ζαν-Ετιέν Λιοτάρ, Ζοζέφ Ράινχαρτ, Ζερικώ, Ενγκρ, Γκόγια, Ζαν-Μπατίστ Καμίλ Κορό, Κουρμπέ, Εντγκάρ Ντεγκά, Φελίξ Βαλοτόν και Πωλ Σεζάν. Αν και η τεχνική και οι συνθέσεις του εμπνέονται από τους ζωγράφους της προ-αναγέννησης, υπάρχουν επίσης απόκοσμες νύξεις από σύγχρονους υπερρεαλιστές όπως ο ντε Κίρικο. Ζωγραφίζοντας τη φιγούρα σε μια εποχή που η παραστατική τέχνη αγνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό, αναγνωρίζεται ευρέως ως σημαντικός καλλιτέχνης του 20ού αιώνα.

Πολλοί από τους πίνακές του απεικονίζουν νεαρά κορίτσια σε ερωτικό πλαίσιο. Ο Μπαλτύς επέμενε ότι το έργο του δεν ήταν ερωτικό, αλλά ότι αναγνώριζε τα δυσάρεστα γεγονότα της παιδικής σεξουαλικότητας. Το 2013, οι πίνακες του Μπαλτύς που απεικονίζουν έφηβα κορίτσια περιγράφηκαν από τη Ρομπέρτα Σμιθ στους New York Times ως «γοητευτικοί και ταυτόχρονα ενοχλητικοί».[29]

Επιρροή και κληρονομιά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έργο του επηρέασε πολλούς σύγχρονους καλλιτέχνες, ιδίως τους Ντουέιν Μάικελς[30] και Εμίλ Σαμπόν. Έχει επίσης επηρεάσει τον σκηνοθέτη Ζακ Ριβέτ του γαλλικού Νέου Κύματος, του οποίου η ταινία Hurlevent (1985) εμπνεύστηκε από τα σχέδια του Μπαλτύς που έγιναν στις αρχές της δεκαετίας του 1930: «Βλέποντας ότι είναι λίγο εκκεντρικός και όλα αυτά, μου αρέσει πολύ ο Μπαλτύς (…) Μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι ο Μπαλτύς απλοποίησε σε τεράστιο βαθμό τα κοστούμια και αφαίρεσε τα εικαστικά στοιχεία (…)».[31]

Η χήρα του, Σετσούκο Κλοσόφσκα ντε Ρόλα, είναι επικεφαλής του Fonds Balthus, του αρχείου του ζωγράφου, το οποίο είναι προσβάσιμο στους μελετητές ως μακροπρόθεσμη κατάθεση στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Λωζάνης.

Μια αναπαραγωγή του Κορίτσι στο παράθυρο του Μπαλτύς (πίνακας του 1957) εμφανίζεται σε περίοπτη θέση στην ταινία Domicile Conjugal (1970) του Φρανσουά Τρυφώ. Οι δύο βασικοί χαρακτήρες, ο Αντουάν Ντουανέλ (Ζαν-Πιερ Λεό) και η σύζυγός του Κριστίν (Κλοντ Ζαντ), τσακώνονται. Η Κριστίν κατεβάζει από τον τοίχο ένα μικρό σχέδιο διαστάσεων περίπου 25×25 εκατοστών και το δίνει στον σύζυγό της: Κριστίν: «Ορίστε, πάρε τον μικρό Μπαλτύς». Αντουάν: «Α, ο μικρός Μπαλτύς. Σου το πρόσφερα, είναι δικό σου, κράτα το».

Τον Δεκέμβριο του 2017, κυκλοφόρησε δημόσια αίτηση με την οποία ζητήθηκε να αφαιρεθεί ο πίνακας του Μπαλτύς Thérèse Dreaming από το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης, λόγω του υποτιθέμενου ακατάλληλου περιεχομένου και της υποβλητικής απεικόνισής του. Ο Φίλιπ Κένικοτ, γράφοντας για την εφημερίδα The Washington Post στις 5 Δεκεμβρίου 2017, σε άρθρο με τίτλο «Αυτός ο πίνακας μπορεί να είναι σεξουαλικά ενοχλητικός. Αλλά αυτός δεν είναι λόγος να τον βγάλουν από ένα μουσείο», συνόψισε τη μακροχρόνια θέση του μουσείου κατά της λογοκρισίας.[32] Ο πίνακας είχε προηγουμένως εκτεθεί στο Μουσείο Λούντβιχ στην Κολωνία της Γερμανίας το 2007 χωρίς να σημειωθεί κάποιο περιστατικό.[32]

Ο Μπαλτύς πραγματοποίησε την πρώτη του έκθεση στην Galerie Pierre, στο Παρίσι, το 1934. Μετά το σκάνδαλο που ακολούθησε, εξέθεσε στη γκαλερί Pierre Matisse, στη Νέα Υόρκη, από το 1938 έως το 1977, αν και δεν επισκέφθηκε ποτέ τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η πρώτη μεγάλη μουσειακή έκθεση του Μπαλτύς έγινε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης το 1956. Άλλες αξιόλογες μουσειακές εκθέσεις περιλαμβάνουν το Μουσείο Καλών Τεχνών του Παρισιού (1966)- Tate Gallery, Λονδίνο (1968)- Μπιενάλε της Βενετίας (1980)- Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Σικάγο (1980)- Μουσείο Καλών Τεχνών της Λωζάνης (1993)- Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Παρισιού (1984,)- Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη (1984)- και Παλάτσο Γκράσσι, Βενετία (2001). Η έκθεση "Balthus: Cats and Girls: Paintings and Provocations" στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης (25 Σεπτεμβρίου 2013 - 12 Ιανουαρίου 2014) ήταν η πρώτη μουσειακή έρευνα στις ΗΠΑ για το έργο του καλλιτέχνη εδώ και 30 χρόνια. Μια μεγάλη αναδρομική έκθεση υπό την επίβλεψη της συζύγου του καλλιτέχνη, Ιντέτα Σετσούκο, πραγματοποιήθηκε το 2014 στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης του Τόκιο. Μια έκθεση φωτογραφιών Polaroid που είχε τραβήξει ο Μπαλτύς στο Μουσείο Φόλκβανγκ στο Έσσεν της Γερμανίας ακυρώθηκε λόγω κατηγοριών για παιδοφιλία.[33] Η γερμανική εφημερίδα Die Zeit χαρακτήρισε τις εικόνες, οι οποίες απεικονίζουν ένα μοντέλο με το όνομα Άννα από την ηλικία των οκτώ έως των 16 ετών, «ντοκουμέντα παιδοφιλικής απληστίας».

Έκτοτε, παρά τις προσπάθειες[34], καμία προγραμματισμένη έκθεση του έργου του Μπαλτύς δεν λογοκρίθηκε ή ακυρώθηκε για τέτοιους ισχυρισμούς.

  1. 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 27  Απριλίου 2014.
  2. 2,0 2,1 2,2 «Balthus» (Ολλανδικά) 4119.
  3. 3,0 3,1 3,2 «Balthazar] Balthus [Baltusz; Klossowski de Rola» 4026873.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 14  Δεκεμβρίου 2014.
  5. 5,0 5,1 «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Balthus.
  6. «Balthus» (Αγγλικά) Oxford University Press. 2006. B00010976. ISBN-13 978-0-19-977378-7.
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 (Αγγλικά) Union List of Artist Names. 500021167.
  8. (Αγγλικά) Museum of Modern Art online collection. 317. Ανακτήθηκε στις 4  Δεκεμβρίου 2019.
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 The Fine Art Archive. 22447. Ανακτήθηκε στις 1  Απριλίου 2021.
  10. 33043. Ανακτήθηκε στις 4  Δεκεμβρίου 2019.
  11. Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage.
  12. www.praemiumimperiale.org/en/laureate-en/laureates-en. Ανακτήθηκε στις 19  Μαρτίου 2022.
  13. «Art» (στα αγγλικά). The New Yorker. 2013-09-02. ISSN 0028-792X. https://www.newyorker.com/magazine/2013/09/09/art-96. Ανακτήθηκε στις 2024-11-03. 
  14. Zeki, Semir (1995). Balthus ou La quête de l'essentiel : [entretiens]. Les Belles lettres. ISBN 2-251-44045-3. 
  15. Balthus (1999). Balthus : les méditations d'un promeneur solitaire de la peinture : entretiens avec Françoise Jaunin. Bibliothèque des arts. ISBN 2-88453-071-1. 
  16. Weber, 1999, σελ. 60.
  17. Sabine Rewald, Balthus: Cats and Girls, σελ. 19
  18. Rewald 1984, σελ. 11
  19. Weber 1999, σελ. 60.
  20. Weber 1999, σελ. 520
  21. Weber 1999, σελ. 52.
  22. Weber 1999, σσ. 35, 53.
  23. Weber 1999, σελ. 37.
  24. «BALTHUS – Mitsou 1921 - Wordless Novels» (στα Αγγλικά). 15 Φεβρουαρίου 2024. Ανακτήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2024. 
  25. Balthus lessons – five controversial works by the French artist Art in America, Sept, 1997 by Sabine Rewald
  26. «Prince Stash Klossowski De Rola – 1960's Peacock Style Icon». A Dandy in Aspic. 27 Μαρτίου 2012. Ανακτήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2024. 
  27. «Balthus; French Artist Was Known for Paintings of Adolescent Girls». Los Angeles Times (στα Αγγλικά). 19 Φεβρουαρίου 2001. Ανακτήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2024. 
  28. «Controversial Balthus dies aged 92». The Telegraph (στα Αγγλικά). 19 Φεβρουαρίου 2001. Ανακτήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2024. 
  29. Smith, Roberta (2013-09-26). «Infatuations, Female and Feline». The New York Times. https://www.nytimes.com/2013/09/27/arts/design/the-mets-balthus-cats-and-girls-is-strangely-refreshing.html?_r=0. Ανακτήθηκε στις 2024-11-04. 
  30. Marvin J. Rosen, David L. Devries (2002). Photography & Digital Imaging. Kendall Hunt. σελ. 250. (ISBN 0757511597).
  31. Hazette, Valérie (18 Μαρτίου 2012). «Hurlevent: Jacques Rivette's Adaptation of Wuthering Heights – Senses of Cinema» (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2024. 
  32. 32,0 32,1 Kennicott, Philip (2017-12-05). «This painting might be sexually disturbing. But that's no reason to take it out of a museum.». The Washington Post. https://www.washingtonpost.com/entertainment/museums/this-painting-might-be-sexually-disturbing-but-thats-no-reason-to-take-it-out-of-a-museumthe-metropolitan-museum-calls-it-right-by-keeping-a-work-by-balthus-up/2017/12/05/169bd33a-d9f0-11e7-b1a8-62589434a581_story.html. Ανακτήθηκε στις 2024-11-06. 
  33. Heddaya, Mostafa (2014-02-06). «Balthus Exhibition Canceled Amid Accusations of Pedophilia». hyperallergic.com. http://hyperallergic.com/107509/balthus-exhibition-canceled-amid-accusations-of-pedophilia/. Ανακτήθηκε στις 2024-11-06. 
  34. Neuendorf, Henri (24 Φεβρουαρίου 2016). «Balthus Retrospective Condemned by Right-Wing Austrian Political Party». artnet.com. Ανακτήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2024. 
  • Aubert, Raphaël (2005). Le Paradoxe Balthus. Paris: Éditions de la Différence
  • Balthus (2001). Correspondance amoureuse avec Antoinette de Watteville: 1928–1937. Paris: Buchet/Chastel
  • Clair, Jean και Virginie Monnier (2000). Balthus: Catalogue Raisonné of the Complete Works. New York: Harry N. Abrams, Inc.
  • Davenport, Guy (1989). A Balthus Notebook. New York: Ecco Press
  • Neret, Gilles (2003). Balthus. New York: Taschen
  • Klossowski de Rola, Stanislas (1996). Balthus. New York: Harry N. Abrams, Inc.
  • Rewald, Sabine (1984). Balthus. New York: Harry N. Abrams, Inc.(ISBN 0-8109-0738-0)
  • Roy, Claude (1996). Balthus. Paris: Gallimard
  • Vircondelet, Alain (2001). Mémoires de Balthus. Monaco: Editions du Rocher
  • Von Boehm, Gero (συγγραφέας) και Kishin Shinoyama (φωτογράφος) (2007). The Painter's House. Munich: Schirmer/Mosel
  • Weber, Nicholas Fox (1999). Balthus, a Biography. New York: Alfred A. Knopf .(ISBN 0-679-40737-5)

Περαιτέρω ανάγνωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • David Bowie, "The Last Legendary Painter", Modern Painters, Autumn 1994, σσ. 14–33.