Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ισαάκιος Α΄ Κομνηνός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ισαάκιος Α΄)
Ισαάκιος Α΄
Χρυσό ιστάμενον. Στην πίσω όψη, ο Ισαάκιος Α' κρατά γυμνό σπαθί. Επιγρ.: IHS. XIS. REX REGNANTIUM / ICAAKIOC BACILEVC RWM.
Περίοδος5/8 Ιουνίου 1057 – 22 Νοεμβρίου 1059
ΠροκάτοχοςΜιχαήλ ΣΤ' ο Στρατιωτικός
ΔιάδοχοςΚωνσταντίνος Ι΄ Δούκας
Γέννησηπερί το 1007
Θάνατοςπερί το 1060–1061
Μονή Στουδίου Κωνσταντινούπολης
ΣύζυγοςΑικατερίνη της Βουλγαρίας
ΟίκοςΚομνηνών
ΠατέραςΜανουήλ Ερωτικός Κομνηνός
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Ισαάκιος Α΄ Κομνηνός (περί το 1007[1] - 1061) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 1057 μέχρι το 1059 και ο πρώτος από τον αριστοκρατικό οίκο των Κομνηνών. Κατά τη σύντομη διάρκεια της βασιλείας του προσπάθησε να αποκαταστήσει τη στρατιωτική ισχύ και υπόληψη της αυτοκρατορίας.

Ο πατέρας του Ισαάκιου, Μανουήλ Ερωτικός Κομνηνός, ήταν στρατηγός αυτοκράτορας της Ανατολής επί αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ Βουλγαροκτόνου[2] και υπεράσπισε την πόλη της Νίκαιας εναντίον του διεκδικητή του θρόνου, Βάρδα Σκληρού, το 978. Το 1020, από την επιθανάτια κλίνη του, ο Μανουήλ εναπόθεσε τη φροντίδα των δυο γιων του, Ισαάκιου και Ιωάννη στον αυτοκράτορα.[3].

Ο αυτοκράτορας Βασίλειος μόρφωσε με φροντίδα τα δύο παιδιά στη Μονή Στουδίου και κατόπιν τους προήγαγε σε ανώτερα αξιώματα. Κατά τις ταραχώδεις βασιλείες των επτά διαδόχων του Βασιλείου Β΄, ο Ισαάκιος κέρδισε με τη συνετή διαγωγή του την εμπιστοσύνη του στρατεύματος. Από το 1042 ως το 1057, υπηρέτησε ως δομέστικος των Σχολών της Ανατολής (αρχηγός των ταγμάτων της Ανατολίας). Το 1057, μετά τον εξευτελισμό του από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ ΣΤ΄,[4] εξεγέρθηκε στην Παφλαγονία και ενώθηκε με την αριστοκρατία της πρωτεύουσας σε συνωμοσία εναντίον του Μιχαήλ ΣΤ'.[5] Αφού ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τον στρατό στις 8 Ιουνίου του 1057, νίκησε τον στρατό του Μιχαήλ ΣΤ' σε σκληρή μάχη κοντά στη Νίκαια, τη μάχη του Άδη (ή Πολέμωνος) η οποία έλαβε χώρα τον ίδιο μήνα.[6] Ο Μιχαήλ ΣΤ' πανικόβλητος, προσπάθησε να διαπραγματευθεί με τους στασιαστές μέσω του φημισμένου αυλικού του Μιχαήλ Ψελλού, προσφερόμενος να υιοθετήσει τον Ισαάκιο και να τον ανακηρύξει καίσαρα[7]. Οι προτάσεις του απορρίφθηκαν δημοσίως αλλά ιδιωτικά ο Ισαάκιος έδειξε πιο ανοιχτός σε διαπραγματεύσεις και τού υποσχέθηκαν τον τίτλο του συναυτοκράτορα. Όμως κατά τη διάρκεια των μυστικών διαπραγματεύσεων, ξέσπασε στάση υπέρ του Ισαάκιου στην Κωνσταντινούπολη.[7] Με την εκθρόνιση του Μιχαήλ ΣΤ΄, ο πατριάρχης Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριος έστεψε τον Ισαάκιο αυτοκράτορα στις 1 Σεπτεμβρίου του 1057,[1] επιτυγχάνοντας με αυτό τον τρόπο να του πιστωθεί το μεγαλύτερο μέρος της αποδοχής του Ισαακίου Α' στον θρόνο.[8]


Συνετός, ικανότατος στρατηλάτης, έχοντας την απόλυτη υποστήριξη του στρατεύματος, ο Ισαάκιος αμέσως ξεκίνησε εκτεταμένη εκστρατεία εκσυγχρονισμού της άμυνας και βελτίωσης της διοίκησης. Είχε τη σοφία και τη διορατικότητα να προβεί σε καίριες επεμβάσεις τηρώντας ευαίσθητες ισορροπίες, για να μη βρεθεί αντιμέτωπος με τους ισχυρούς γραφειοκράτες της Πόλης[εκκρεμεί παραπομπή].

Το πρώτο μέλημα του νέου αυτοκράτορα ήταν να ανταμείψει τους ευγενείς υποστηρικτές του προσφέροντάς τους αξιώματα που τους απομάκρυναν από την Κωνσταντινούπολη,[8]. Στη συνέχεια, προσπάθησε να βελτιώσει τα κατεστραμμένα οικονομικά της αυτοκρατορίας.[9] Ανακάλεσε πολλές παροχές και δωρεές που είχαν χορηγήσει οι προκάτοχοί του σε αργόσχολους αυλικούς και οικειοποιήθηκε μέρος των εσόδων πλούσιων μονών. Τις σχετικές κατηγορίες του πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου για ιεροσυλία, ο Ισαάκ τις αντιμετώπισε στέλνοντάς τον σε εξορία, το 1058,[1].

Η μόνη στρατιωτική εκστρατεία που ανέλαβε ο Ισαάκιος ήταν εκείνη εναντίον του βασιλιά Ανδρέα Α΄της Ουγγαρίας και των Πετσενέγων, οι οποίοι είχαν αρχίσει να λεηλατούν τις βόρειες επαρχίες, το 1059.[10] Λίγο μετά από αυτή την επιτυχή εκστρατεία, συνήψε ειρήνη με το βασίλειο της Ουγγαρίας και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.[11] Τότε αρρώστησε πολύ βαριά και νόμισε πως θα πεθάνει. Όντας ήδη βαθιά συγκλονισμένος από ένα συμβάν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του κατά των Πετσενέγων, όπου παραλίγο να σκοτωθεί από κεραυνό που χτύπησε το δέντρο κάτω από το οποίο καθόταν, είδε την ασθένειά του ως σημείο θεϊκής δυσαρέσκειας.[12] Αυτό το εκμεταλλεύθηκαν οι αυλικοί του, με επικεφαλής τον Μιχαήλ Ψελλό,[13] πείθοντάς τον να ορίσει ως διάδοχό του τον Κωνσταντίνο Δούκα, αντί του αδελφού του Ιωάννη Κομνηνού.[14] Έτσι ο Ισαάκ παραιτήθηκε στις 22 Νοεμβρίου του 1059, παρά τη θέληση της γυναίκας του, αυτοκράτειρας Αικατερίνης της Βουλγαρίας και του αδελφού του και, μαζί με την Αικατερίνη και την κόρη τους, εκάρησαν μοναχοί.[15] Αν και συνήλθε από την αρρώστια του, παρέμεινε μοναχός στη Μονή Στουδίου, όπου και πέθανε μετά από δύο χρόνια.[12]. Στο διάστημα αυτό, εκτός από τα χειρωνακτικά καθήκοντα του μοναχού, ασχολήθηκε με λογοτεχνικές μελέτες, όπως ο σχολιασμός της Ιλιάδας και άλλες εργασίες πάνω στα ομηρικά έπη, οι οποίες σώζονται έως σήμερα. Πέθανε κατά το τέλος του 1061 ή τις αρχές του 1062.

Ο μεγάλος στόχος του Ισαάκ ήταν να αποκαταστήσει την αυστηρή διακυβέρνηση του κράτους,[8]> και οι μεταρρυθμίσεις του, αν και καθόλου δημοφιλείς στην αριστοκρατία και τον κλήρο, συνέβαλλαν στην επιβίωση της αυτοκρατορίας.

Νυμφεύθηκε την Αικατερίνη της Βουλγαρίας (αργότερα, όταν έγινε μοναχή, πήρε το όνομα Ξένη), κόρη του τσάρου της Βουλγαρίας Ιβάν Βλαντισλάβ (1015-1018). Είχαν τουλάχιστον δύο παιδιά:

  • Μανουήλ Κομνηνός π.1030-1042/57, μνηστεύθηκε την κόρη του πρωτοσπαθάριου Ελίου.
  • Μαρία Κομνηνή γενν. π.1034, μοναχή.

Ο Ισαάκιος Α' έκοψε ένα χρυσό ιστάμενον, που συνήθως ήταν σκυφάτον (κυρτό), ένα χρυσό τεταρτηρόν και ένα αργυρό στα 2/3 της αξίας του μιλλιαρησίου.[16]

  1. 1,0 1,1 1,2 Kazhdan (1991), σ. 1011.
  2. Kazhdan (1991), σ. 1143.
  3. Finlay (1854), σ. 10.
  4. Norwich (1993), σ. 328.
  5. Canduci (2010), σ. 270.
  6. Ατταλειάτης: Ιστορία, 55.7–56.1.
  7. 7,0 7,1 Norwich (1993), σ. 332.
  8. 8,0 8,1 8,2 Norwich (1993), σ. 333.
  9. Finlay (1854), σ. 11.
  10. Norwich (1993), σ. 335.
  11. Finlay (1854), σ. 14.
  12. 12,0 12,1 Canduci (2010), σ. 271.
  13. Kazhdan (1991), σ. 1012.
  14. Norwich (1993), σ. 336.
  15. Finlay (1854), σ. 15.
  16. David R. Sear, Byzantine coins & their values, Seaby Ltd., 2nd edition 1996


Προηγούμενος
Μιχαήλ ΣΤ΄ στρατιωτικός
Αυτοκράτορας του Βυζαντίου
Επόμενος
Κωνσταντίνος Ι΄ Δούκας