shake: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: ku:shake, simple:shake, te:shake |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό |
||
(47 ενδιάμεσες εκδόσεις από 11 χρήστες δεν εμφανίζονται) | |||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{ |
=={{-en-}}== |
||
{{-ρημ-}} |
|||
{{ξεν|en|shake}} ({{-αορ-}} : '''shook''', {{-παθ-μτχ-}} : '''shaken''') |
|||
* [[κουνώ]] |
|||
[[Κατηγορία:Αγγλικά ρήματα]] |
|||
[[Κατηγορία:Αγγλικά ανώμαλα ρήματα]] |
|||
==={{ουσιαστικό|en}}=== |
|||
[[ar:shake]] |
|||
{{en-noun-s}} |
|||
[[en:shake]] |
|||
{{τ|en|{{PAGENAME}}}} |
|||
[[fi:shake]] |
|||
* το [[μίλκσεϊκ]] |
|||
[[fr:shake]] |
|||
*: {{συνών}} [[milkshake]] |
|||
[[gl:shake]] |
|||
[[hu:shake]] |
|||
==={{ρήμα|en}}=== |
|||
[[io:shake]] |
|||
{{en-verb|shakes|shook|shaken|shaking|irr=1}} |
|||
[[it:shake]] |
|||
{{τ|en|{{PAGENAME}}}} |
|||
[[kk:shake]] |
|||
# {{μτβ+αμτβ}} [[κουνώ]], [[ανακινώ]], [[αναταράζω]], [[τρέμω]], [[τρεμουλιάζω]], κινούμαι ή κινώ κάποιον ή κάτι με σύντομες γρήγορες κινήσεις από πλευρά σε πλευρά ή πάνω-κάτω |
|||
[[ku:shake]] |
|||
#: {{eg}} ''The wooden stairs were old and '''shook''' when I went up them.'' |
|||
[[pl:shake]] |
|||
#:: Η ξύλινη σκάλα ήταν παλιά και '''κούναγε''' όταν την ανέβαινα. |
|||
[[pt:shake]] |
|||
#: {{eg}} '''''Shake''' the bottle well before each use.'' |
|||
[[ru:shake]] |
|||
#:: '''Ανακινήστε''' καλά το μπουκάλι πριν από κάθε χρήση. |
|||
[[simple:shake]] |
|||
#: {{eg}} ''The earthquake '''shook''' the house.'' |
|||
[[ta:shake]] |
|||
#:: Ο σεισμός '''ανατάραξε''' το σπίτι. |
|||
[[te:shake]] |
|||
#: {{eg}} ''The earth '''shook''' under our feet.'' |
|||
[[tr:shake]] |
|||
#:: Η γη '''έτρεμε''' κάτω από τα πόδια μας. |
|||
[[uk:shake]] |
|||
#: {{συνών}} {{cf|lang=en|quake|tremble|00=-}} |
|||
[[vi:shake]] |
|||
# {{μτβ+αμτβ}} [[σφίγγω]] για χαιρετισμό, κάνω [[χειραψία]], πιάνω το χέρι κάποιου και το μετακινώ πάνω-κάτω για να χαιρετήσω κάποιον ή για να δείξω ότι συμφωνώ σε κάτι |
|||
#: {{eg}} ''They elbowed their way through to see who would be first to '''shake''' the winner’s hand.'' |
|||
#:: Διαγκωνίζονται ποιος θα '''σφίξει''' πρώτος το χέρι του νικητή. |
|||
#: {{eg}} ''She refused to '''shake''' hands with her teammate.'' |
|||
#:: (Αυτή) αρνήθηκε να '''κάνει χειραψία''' με συμπαίκτριά της. |
|||
# {{αμτβ}} [[τρέμω]], κάνω σύντομες γρήγορες κινήσεις που δεν μπορώ να ελέγξω, για παράδειγμα επειδή κρυώνω ή φοβάμαι |
|||
#: {{eg}} ''He did not have his coat and '''shook''' from the cold.'' |
|||
#:: Δεν είχε το παλτό του και '''τρέμει''' από κρύο. |
|||
#: {{συνών}} {{cf|lang=en|shiver|shudder|tremble|00=-}} |
|||
# (''{{ετ|μτβ|en|0=-}}, όχι στα {{l|progressive tense|en|progressive tenses}}'') [[συνταράζω]], προκαλώ σε κάποιον πολύ μεγάλη ψυχική ταραχή |
|||
#: {{eg}} ''The news '''shook''' us.'' |
|||
#:: Μας '''συντάραξε''' η είδηση. |
|||
==={{πηγές}}=== |
|||
* {{R:OxLD|shake_2|shake (noun)}} |
|||
* {{R:OxLD|shake_1|shake (verb)}} |
Τελευταία αναθεώρηση της 05:20, 18 Σεπτεμβρίου 2024
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
shake | shakes |
shake (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | shake |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shakes |
αόριστος | shook |
παθητική μετοχή | shaken |
ενεργητική μετοχή | shaking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
shake (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κουνώ, ανακινώ, αναταράζω, τρέμω, τρεμουλιάζω, κινούμαι ή κινώ κάποιον ή κάτι με σύντομες γρήγορες κινήσεις από πλευρά σε πλευρά ή πάνω-κάτω
- ↪ The wooden stairs were old and shook when I went up them.
- Η ξύλινη σκάλα ήταν παλιά και κούναγε όταν την ανέβαινα.
- ↪ Shake the bottle well before each use.
- Ανακινήστε καλά το μπουκάλι πριν από κάθε χρήση.
- ↪ The earthquake shook the house.
- Ο σεισμός ανατάραξε το σπίτι.
- ↪ The earth shook under our feet.
- Η γη έτρεμε κάτω από τα πόδια μας.
- ≈ συνώνυμα: quake και tremble
- ↪ The wooden stairs were old and shook when I went up them.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σφίγγω για χαιρετισμό, κάνω χειραψία, πιάνω το χέρι κάποιου και το μετακινώ πάνω-κάτω για να χαιρετήσω κάποιον ή για να δείξω ότι συμφωνώ σε κάτι
- ↪ They elbowed their way through to see who would be first to shake the winner’s hand.
- Διαγκωνίζονται ποιος θα σφίξει πρώτος το χέρι του νικητή.
- ↪ She refused to shake hands with her teammate.
- (Αυτή) αρνήθηκε να κάνει χειραψία με συμπαίκτριά της.
- ↪ They elbowed their way through to see who would be first to shake the winner’s hand.
- (αμετάβατο) τρέμω, κάνω σύντομες γρήγορες κινήσεις που δεν μπορώ να ελέγξω, για παράδειγμα επειδή κρυώνω ή φοβάμαι
- (μεταβατικό, όχι στα progressive tenses) συνταράζω, προκαλώ σε κάποιον πολύ μεγάλη ψυχική ταραχή
- ↪ The news shook us.
- Μας συντάραξε η είδηση.
- ↪ The news shook us.