νερό: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →{{πηγές}}: {{Π:ΑΛΝΕ |
|||
(33 ενδιάμεσες εκδόσεις από 17 χρήστες δεν εμφανίζονται) | |||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
Νηρον = υγρόν από το Νηρό το Νερό |
|||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el- |
{{el-κλίση-'βουνό'}} |
||
[[Αρχείο:Stilles Mineralwasser.jpg|150px|thumb| |
[[Αρχείο:Stilles Mineralwasser.jpg|150px|thumb|Νερό σε [[ποτήρι]].]] |
||
[[Αρχείο:Water droplet blue bg05.jpg|thumb|150px|[[σταγόνα]] νερού]] |
[[Αρχείο:Water droplet blue bg05.jpg|thumb|150px|[[σταγόνα|Σταγόνα]] νερού.]] |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|gkm|el|νερόν|νερό(ν)}} με [[χαμήλωση]] του /i/ σε /e/ δίπλα σε υγρό<ref>[https://www.cambridge.org/core/books/cambridge-grammar-of-medieval-and-early-modern-greek/AC4E278FCDE9FF002873D56BDE4ABDBB Holton, David, et al. ''The Cambridge Grammar of Medieval and Early Modern Greek''. Cambridge University Press, 2019] σελ. 68-71</ref> < {{ετυμ|grc-koi|el|νηρόν}} (''{{λ|νηρός|grc|νηρόν}} {{l|ὕδωρ|grc}}'': [[φρέσκο]] νερό) {{βλ|και=2|νεαρός}} |
|||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ gkm|EL}} {{λ|νερό|gkm}}(ν) < {{ετυμ grc-koi|EL}} {{λ|νηρόν|grc}} (''[[νηρός|νηρόν]] [[ὕδωρ]]'': [[φρέσκο]] {{λ|νερό|el}}) < [[νηρός]] < {{ετυμ|grc|el}} [[νεαρός]] < [[νέος]] < {{ετυμ ine-pro|EL}} *''néwos'' ({{λ|νέος|el}}) < *''nu'' ([[τώρα]]) |
|||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
{{ΔΦΑ| |
{{ΔΦΑ|el|neˈɾo}} |
||
: {{συλλ|νε|ρό}} |
|||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
|||
# (χημικός τύπος: '''H<sub>2</sub>O''') το άχρωμο και συνήθως άοσμο και άγευστο [[υγρό]] στοιχείο της φύσης, που προκύπτει από τη χημική ένωση δύο ατόμων υδρογόνου και ενός ατόμου οξυγόνου· σχηματίζει τα ποτάμια, τις λίμνες, τις θάλασσες, τις πηγές, τη βροχή, αποτελεί το 70% του ανθρώπινου οργανισμού και συντελεί καταλυτικά στη ζωή και την ανάπτυξη όλων των φυτικών και ζωικών οργανισμών· μπορεί να παίρνει, υπό κατάλληλες συνθήκες, στερεά μορφή, οπότε ονομάζεται [[πάγος]], ή αέρια, οπότε λέγεται [[υδρατμός]] |
|||
χημικός τύπος: '''H<sub>2</sub>O'''<br> |
|||
#: {{πχ}} ''πόσιμο '''''νερό''''', ''πίνω '''''νερό''''', ''βρώμικα '''''νερά''''' |
|||
# το άχρωμο και συνήθως άοσμο και άγευστο [[υγρό]] στοιχείο της φύσης, που προκύπτει από τη χημική ένωση δύο ατόμων υδρογόνου και ενός ατόμου οξυγόνου· σχηματίζει τα ποτάμια, τις λίμνες, τις θάλασσες, τις πηγές, τη βροχή, αποτελεί το 70% του ανθρώπινου οργανισμού και συντελεί καταλυτικά στη ζωή και την ανάπτυξη όλων των φυτικών και ζωικών οργανισμών· μπορεί να παίρνει, υπό κατάλληλες συνθήκες, στερεά μορφή, οπότε ονομάζεται [[πάγος]], ή αέρια, οπότε λέγεται [[υδρατμός]] |
|||
#: {{πχ}} '''ιαματικό''' νερό : νερό με θεραπευτικές ιδιότητες, συνήθως χάρη στην υψηλή θερμοκρασία του |
|||
#: ''πόσιμο '''''νερό''''', ''πίνω '''''νερό''''', ''βρώμικα '''''νερά''''' |
|||
#: {{πχ}} '''επιτραπέζιο''' νερό : το νερό που διατίθεται εμφιαλωμένο και συνήθως αντλείται από ελεγχόμενες πηγές |
|||
# '''ιαματικό''' νερό : νερό με θεραπευτικές ιδιότητες, συνήθως χάρη στην υψηλή θερμοκρασία του |
|||
# ''' |
#: {{πχ}} '''ανθρακούχο''' νερό : το νερό που διατίθεται εμφιαλωμένο με το αέριο της πηγής |
||
# (''στον πληθυντικό'') {{βλ|νερά}} |
|||
# '''ανθρακούχο''' νερό : το νερό που διατίθεται εμφιαλωμένο με το αέριο της πηγής |
|||
# '''τα νερά''' ({{πλ}}) : η [[ίσαλος]] γραμμή του πλοίου |
|||
#: ''"σ' έστειλε ο πρώτος τα '''νερά''', να πας για να γραδάρεις" (Καββαδίας)'' |
|||
# '''τα νερά''' ({{πλ}}) : το [[αμνιακός|αμνιακό]] υγρό |
|||
#: ''έσπασαν τα '''νερά''''' |
|||
===={{εκφράσεις}}==== |
===={{εκφράσεις}}==== |
||
''Δείτε τις εκφράσεις με το [[νερά|''νερά'' μόνο στον πληθυντικό]]<br> |
|||
* κάνω μια '''τρύπα στο νερό''' : αποτυγχάνω |
|||
''Εκφράσεις με το'' '''νερό''' ''μόνο στον ενικό:'' |
|||
* '''βάζω το νερό στ' [[αυλάκι]]''' : οδηγώ μια υπόθεση σε καλό δρόμο |
|||
* [[αμίλητος|αμίλητο]] '''νερό''' / [[πίνω|ήπιε]] [[το αμίλητο νερό]]: για κάποιον που δεν μιλάει πολύ |
|||
* '''χάνω τα νερά μου''' : βρίσκομαι σε αμηχανία εξαιτίας αλλαγής |
|||
* [[βάζω νερό στο κρασί μου]]: γίνομαι πιο διαλλακτικός ή λιγότερο απαιτητικός |
|||
* είμαι ή βρίσκομαι '''έξω από τα νερά μου''' : δεν κατέχω το αντικείμενο |
|||
* [[βάζω]] [[το νερό στ' αυλάκι]]: οδηγώ μια υπόθεση σε καλό δρόμο |
|||
* '''σαν τα κρύα τα νερά''' : εξαιρετικής ομορφιάς |
|||
* [[ένα ποτήρι νερό]]: η στοιχειώδης φροντίδα και περιποίηση σε κάποιον |
|||
* '''τον φέρνω στα / με τα νερά μου''' : [[προσεταιρίζομαι]] κάποιον, κάνοντάς τον να συμφωνεί μαζί μου |
|||
* (το) [[μαθαίνω|έμαθα]] [[νεράκι]]: έμαθα ένα κείμενο να το λέω γρήγορα, το αποστήθισα |
|||
* '''ένα ποτήρι νερό''' : η στοιχειώδης φροντίδα και περιποίηση σε κάποιον |
|||
* [[κάνω μία τρύπα στο νερό]] |
|||
* '''το [[αίμα]] νερό δεν γίνεται''' : οι οικογενειακοί δεσμοί δεν επιτρέπουν έχθρητες |
|||
* [[κάνω νερά]] |
|||
* '''έσπασαν τα νερά''' : άνοιξε ο αμνιακός σάκος και πλησιάζει η ώρα του τοκετού |
|||
* [[λέω το νερό νεράκι|είπαμε το νερό νεράκι]]: διψάσαμε |
|||
* '''βάζω νερό στο [[κρασί]] μου''' : γίνομαι πιο διαλλακτικός ή λιγότερο απαιτητικός |
|||
* [[νερό κι αλάτι]] (όσα/ό,τι είπαμε): ας ξεχάσουμε ότι είπαμε και ας δώσουμε τέλος στην παρεξήγηση |
|||
* '''πνίγομαι σε μια [[κουταλιά]] νερό''' : είμαι ανίκανος να αντιμετωπίσω την παραμικρή δυσκολία |
|||
* [[πίνω νερό στο όνομα|πίνω νερό στο όνομά]] του: θαυμάζω κάποιον |
|||
* '''καραβοκύρης του γλυκού νερού''': για όποιον είναι μόνον για εύκολα, όπως οι βαρκάρηδες που είναι συνηθισμένοι σε λίμνες και δεν ξέρουν από ανοιχτό πέλαγος |
|||
* [[πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό]]: είμαι ανίκανος να αντιμετωπίσω την παραμικρή δυσκολία |
|||
* '''το έμαθα νεράκι''': έμαθα ένα κείμενο να το λέω γρήγορα, το αποστήθισα |
|||
* [[σα δυο σταγόνες νερό]] / [[μοιάζω|μοιάζουν]] [[σαν δυο σταγόνες νερό]]: για κάποιους μου μοιάζουν πάρα πολύ, σχεδόν ίδιοι |
|||
* '''έφτασε στην πηγή και δεν ήπιε νερό''': έφτασε κοντά σε έναν στόχο, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε να τον ολοκληρώσει επιτυχώς |
|||
* [[το αίμα νερό δε γίνεται]]: οι οικογενειακοί δεσμοί δεν επιτρέπουν έχθρητες |
|||
* '''κάνω νερά''': φέρομαι ύποπτα, αλλάζω τη στάση μου απέναντι σε κάποιον με αρνητικές συνέπειες γι' αυτόν, τα γυρνάω |
|||
* [[του γλυκού νερού]] / [[καραβοκύρης]] [[του γλυκού νερού]]: για όποιον είναι μόνον για εύκολα, όπως οι βαρκάρηδες που είναι συνηθισμένοι σε λίμνες και δεν ξέρουν από ανοιχτό πέλαγος |
|||
* '''πίνω νερό στο όνομα του''': θαυμάζω κάποιον |
|||
* [[φτάνω|έφτασε]] στην [[πηγή]] και δεν [[πίνω|ήπιε]] '''νερό''': έφτασε κοντά σε έναν στόχο, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε να τον ολοκληρώσει επιτυχώς |
|||
* '''μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό''': για κάποιους μου μοιάζουν πάρα πολύ, σχεδόν ίδιοι |
|||
* '''ήπιε το αμίλητο νερό''': για κάποιον που δεν μιλάει πολύ |
|||
* '''θολώνω τα νερά''': προσπαθώ να μπερδέψω, να μην κάνω κάτι κατανοητό |
|||
* '''είπαμε το νερό νεράκι''': διψάσαμε |
|||
* (όσα/ό,τι είπαμε) '''νερό κι αλάτι''': ας ξεχάσουμε ότι είπαμε και ας δώσουμε τέλος στην παρεξήγηση |
|||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
Γραμμή 57: | Γραμμή 45: | ||
* [[νερουλιάζω]] |
* [[νερουλιάζω]] |
||
* [[νερώνω]] |
* [[νερώνω]] |
||
*{{βλ|νέος}} |
|||
{{))}} |
{{))}} |
||
* {{βλ|και=2|νέος}} |
|||
===={{σύνθετα}}==== |
===={{σύνθετα}}==== |
||
* [[νερο-]] {{π-κατ||νερο-}} |
|||
{{((}} |
|||
* [[-νερο]] {{π-κατ||-νερο}} |
|||
* [[νεροβράζω]] |
|||
* '''-νέρι''' {{π-κατ||-νέρι}} ''κυρίως τοπωνύμια'' |
|||
* [[νερόβρασμα]] |
|||
* [[νερόβραστος]] |
|||
* [[νεροδεσιά]] |
|||
* [[νεροζούμι]] |
|||
* [[νεροκαμένος]] |
|||
* [[νεροκανάτα]] |
|||
* [[νερολαδιά]] |
|||
* [[νερόλακκος]] |
|||
* [[νερομάζωμα]] |
|||
* [[νερομάνα]] |
|||
* [[νερομπογιά]] |
|||
* [[νερόμυλος]] |
|||
* [[νεροσωλήνας]] |
|||
* [[νεροτσουλήθρα]] |
|||
* [[νερόφιδο]] |
|||
{{))}} |
|||
===={{βλέπε}}==== |
===={{βλέπε}}==== |
||
* [[νιρό]] <!-- ? διάλεκτος ? --> |
|||
* ''στα {{tsd}}:'' [[ύο]] |
|||
{{ΒΠ}} |
{{ΒΠ}} |
||
{{clear}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|water}} |
* {{en}} : {{τ|en|water}} |
||
** |
** {{ang}} (παλαιά αγγλικά): [[wæter]] ''ο'' |
||
* {{az}} : {{τ|az|su}} |
* {{az}} : {{τ|az|su}} |
||
* ([[Aymara]]): [[uma]] |
* ([[Aymara]]): [[uma]] |
||
* {{sq}} : {{τ|sq|ujë}} |
* {{sq}} : {{τ|sq|ujë}} |
||
* {{ |
* {{gsw}} : {{τ|gsw|Wasser}} ''ο'' |
||
* {{ar}} : {{τ|ar|ماء|tr=māʾ}} |
* {{ar}} : {{τ|ar|ماء|tr=māʾ}} |
||
* {{hy}} : {{τ|hy|ջուր|tr=ǰour}} |
* {{hy}} : {{τ|hy|ջուր|tr=ǰour}} |
||
Γραμμή 134: | Γραμμή 109: | ||
**Soranî ([[Σορανί]]): [[aw]] |
**Soranî ([[Σορανί]]): [[aw]] |
||
**Zazakî ([[Ζαζακί]]): [[ab]] |
**Zazakî ([[Ζαζακί]]): [[ab]] |
||
* {{avk}} : {{τ|avk|lava}} |
|||
* {{hr}} : {{τ|hr|voda}} ''θ'' |
* {{hr}} : {{τ|hr|voda}} ''θ'' |
||
* Λαπωνικά (Βόρεια): [[čáhci]] |
* Λαπωνικά (Βόρεια): [[čáhci]] |
||
Γραμμή 141: | Γραμμή 117: | ||
* {{lt}} : {{τ|lt|vanduo}} ''α'' |
* {{lt}} : {{τ|lt|vanduo}} ''α'' |
||
* {{jbo}} : {{τ|jbo|djacu|noentry=1}} |
* {{jbo}} : {{τ|jbo|djacu|noentry=1}} |
||
{{μτφ-μέση}} |
|||
* {{lb}} : {{τ|lb|Waasser}} ''ο'' |
* {{lb}} : {{τ|lb|Waasser}} ''ο'' |
||
* {{ms}} : {{τ|ms|air}} |
* {{ms}} : {{τ|ms|air}} |
||
Γραμμή 155: | Γραμμή 130: | ||
* {{cy}} : {{τ|cy|dwfr}} ''α'', [[dŵr]] ''α'' |
* {{cy}} : {{τ|cy|dwfr}} ''α'', [[dŵr]] ''α'' |
||
* {{hu}} : {{τ|hu|víz}} |
* {{hu}} : {{τ|hu|víz}} |
||
* {{uk}} : {{τ|uk|вода}} |
|||
* {{ur}} : {{τ|ur|پانی|tr=pāni}}, {{τ|ur|آب|tr=āb}} |
* {{ur}} : {{τ|ur|پانی|tr=pāni}}, {{τ|ur|آب|tr=āb}} |
||
* {{fa}} : {{τ|fa|آب|tr=āb}} |
* {{fa}} : {{τ|fa|آب|tr=āb}} |
||
Γραμμή 198: | Γραμμή 174: | ||
* {{hi}} : {{τ|hi|पानी|tr=pānī}} |
* {{hi}} : {{τ|hi|पानी|tr=pānī}} |
||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
==={{αναφορές}}=== |
|||
<references/> |
|||
==={{πηγές}}=== |
|||
* {{Π:ΛΚΝ}} |
|||
* {{Π:Κάτος|αρ=9983}} |
|||
*: <small>Με πολλά παραδείγματα εκφράσεων.</small> |
|||
* {{Π:ΑΛΝΕ|-νερο-|νερο-|0=-}}, {{Π:ΑΛΝΕ|-νέρι}} |
|||
---- |
|||
=={{-gkm-}}== |
|||
==={{ουσιαστικό|gkm}}=== |
|||
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
|||
* {{γρ|νερόν|μορφή|gkm}} |
|||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 10:40, 26 Σεπτεμβρίου 2024
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νερό | τα | νερά |
γενική | του | νερού | των | νερών |
αιτιατική | το | νερό | τα | νερά |
κλητική | νερό | νερά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- νερό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νερό(ν) με χαμήλωση του /i/ σε /e/ δίπλα σε υγρό[1] < ελληνιστική κοινή νηρόν (νηρόν ὕδωρ: φρέσκο νερό) → δείτε και τη λέξη νεαρός
Προφορά
- ΔΦΑ : /neˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ρό
Ουσιαστικό
νερό ουδέτερο
- (χημικός τύπος: H2O) το άχρωμο και συνήθως άοσμο και άγευστο υγρό στοιχείο της φύσης, που προκύπτει από τη χημική ένωση δύο ατόμων υδρογόνου και ενός ατόμου οξυγόνου· σχηματίζει τα ποτάμια, τις λίμνες, τις θάλασσες, τις πηγές, τη βροχή, αποτελεί το 70% του ανθρώπινου οργανισμού και συντελεί καταλυτικά στη ζωή και την ανάπτυξη όλων των φυτικών και ζωικών οργανισμών· μπορεί να παίρνει, υπό κατάλληλες συνθήκες, στερεά μορφή, οπότε ονομάζεται πάγος, ή αέρια, οπότε λέγεται υδρατμός
- ⮡ πόσιμο νερό, πίνω νερό, βρώμικα νερά
- ⮡ ιαματικό νερό : νερό με θεραπευτικές ιδιότητες, συνήθως χάρη στην υψηλή θερμοκρασία του
- ⮡ επιτραπέζιο νερό : το νερό που διατίθεται εμφιαλωμένο και συνήθως αντλείται από ελεγχόμενες πηγές
- ⮡ ανθρακούχο νερό : το νερό που διατίθεται εμφιαλωμένο με το αέριο της πηγής
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη νερά
Εκφράσεις
Δείτε τις εκφράσεις με το νερά μόνο στον πληθυντικό
Εκφράσεις με το νερό μόνο στον ενικό:
- αμίλητο νερό / ήπιε το αμίλητο νερό: για κάποιον που δεν μιλάει πολύ
- βάζω νερό στο κρασί μου: γίνομαι πιο διαλλακτικός ή λιγότερο απαιτητικός
- βάζω το νερό στ' αυλάκι: οδηγώ μια υπόθεση σε καλό δρόμο
- ένα ποτήρι νερό: η στοιχειώδης φροντίδα και περιποίηση σε κάποιον
- (το) έμαθα νεράκι: έμαθα ένα κείμενο να το λέω γρήγορα, το αποστήθισα
- κάνω μία τρύπα στο νερό
- κάνω νερά
- είπαμε το νερό νεράκι: διψάσαμε
- νερό κι αλάτι (όσα/ό,τι είπαμε): ας ξεχάσουμε ότι είπαμε και ας δώσουμε τέλος στην παρεξήγηση
- πίνω νερό στο όνομά του: θαυμάζω κάποιον
- πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό: είμαι ανίκανος να αντιμετωπίσω την παραμικρή δυσκολία
- σα δυο σταγόνες νερό / μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό: για κάποιους μου μοιάζουν πάρα πολύ, σχεδόν ίδιοι
- το αίμα νερό δε γίνεται: οι οικογενειακοί δεσμοί δεν επιτρέπουν έχθρητες
- του γλυκού νερού / καραβοκύρης του γλυκού νερού: για όποιον είναι μόνον για εύκολα, όπως οι βαρκάρηδες που είναι συνηθισμένοι σε λίμνες και δεν ξέρουν από ανοιχτό πέλαγος
- έφτασε στην πηγή και δεν ήπιε νερό: έφτασε κοντά σε έναν στόχο, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε να τον ολοκληρώσει επιτυχώς
Συγγενικά
- → δείτε και τη λέξη νέος
Σύνθετα
- νερο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα νερο- στο Βικιλεξικό
- -νερο Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -νερο στο Βικιλεξικό
- -νέρι Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -νέρι στο Βικιλεξικό κυρίως τοπωνύμια
Δείτε επίσης
- νερό στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
νερό
Αναφορές
Πηγές
- νερό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- νερό pdf - Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'νερό'.
- Με πολλά παραδείγματα εκφράσεων.
- Όροι με νερο-, Όροι που λήγουν σε -νέρι — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ουσιαστικό
νερό ουδέτερο
- άλλη μορφή του νερόν
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)