νερό: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →‎{{πηγές}}: {{Π:ΑΛΝΕ
 
(20 ενδιάμεσες εκδόσεις από 10 χρήστες δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'βουνό'}}
{{el-κλίση-'βουνό'}}
[[Αρχείο:Stilles Mineralwasser.jpg|150px|thumb|νερό σε [[ποτήρι]]]]
[[Αρχείο:Stilles Mineralwasser.jpg|150px|thumb|Νερό σε [[ποτήρι]].]]
[[Αρχείο:Water droplet blue bg05.jpg|thumb|150px|[[σταγόνα]] νερού]]
[[Αρχείο:Water droplet blue bg05.jpg|thumb|150px|[[σταγόνα|Σταγόνα]] νερού.]]
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|gkm|el}} {{λ|νερό|gkm}}(ν) με χαμήλωση του /i/ σε /e/ δίπλα σε υγρό<ref>[https://www.cambridge.org/core/books/cambridge-grammar-of-medieval-and-early-modern-greek/AC4E278FCDE9FF002873D56BDE4ABDBB Holton, David, et al. ''The Cambridge Grammar of Medieval and Early Modern Greek''. Cambridge University Press, 2019] σελ. 68-71</ref> < {{ετυμ|grc-koi|el}} {{λ|νηρόν|grc}} (''[[νηρός|νηρόν]] [[ὕδωρ]]'': [[φρέσκο]] {{λ|νερό|el}}) < [[νηρός]] < {{ετυμ|grc|el}} [[νεαρός]] < [[νέος]] < {{ετυμ|ine-pro}} *''néwos'' ({{λ|νέος|el}}) < *''nu'' ([[τώρα]])
: '''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|gkm|el|νερόν|νερό(ν)}} με [[χαμήλωση]] του /i/ σε /e/ δίπλα σε υγρό<ref>[https://www.cambridge.org/core/books/cambridge-grammar-of-medieval-and-early-modern-greek/AC4E278FCDE9FF002873D56BDE4ABDBB Holton, David, et al. ''The Cambridge Grammar of Medieval and Early Modern Greek''. Cambridge University Press, 2019] σελ. 68-71</ref> < {{ετυμ|grc-koi|el|νηρόν}} (''{{λ|νηρός|grc|νηρόν}} {{l|ὕδωρ|grc}}'': [[φρέσκο]] νερό) {{βλ|και=2|νεαρός}}


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|neˈɾo|γλ=el}}
{{ΔΦΑ|el|neˈɾo}}
: {{συλλ|νε|ρό}}


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
το '''{{PAGENAME}}''' {{ο}}<br>
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
# (χημικός τύπος: '''H<sub>2</sub>O''') το άχρωμο και συνήθως άοσμο και άγευστο [[υγρό]] στοιχείο της φύσης, που προκύπτει από τη χημική ένωση δύο ατόμων υδρογόνου και ενός ατόμου οξυγόνου· σχηματίζει τα ποτάμια, τις λίμνες, τις θάλασσες, τις πηγές, τη βροχή, αποτελεί το 70% του ανθρώπινου οργανισμού και συντελεί καταλυτικά στη ζωή και την ανάπτυξη όλων των φυτικών και ζωικών οργανισμών· μπορεί να παίρνει, υπό κατάλληλες συνθήκες, στερεά μορφή, οπότε ονομάζεται [[πάγος]], ή αέρια, οπότε λέγεται [[υδρατμός]]
# (χημικός τύπος: '''H<sub>2</sub>O''') το άχρωμο και συνήθως άοσμο και άγευστο [[υγρό]] στοιχείο της φύσης, που προκύπτει από τη χημική ένωση δύο ατόμων υδρογόνου και ενός ατόμου οξυγόνου· σχηματίζει τα ποτάμια, τις λίμνες, τις θάλασσες, τις πηγές, τη βροχή, αποτελεί το 70% του ανθρώπινου οργανισμού και συντελεί καταλυτικά στη ζωή και την ανάπτυξη όλων των φυτικών και ζωικών οργανισμών· μπορεί να παίρνει, υπό κατάλληλες συνθήκες, στερεά μορφή, οπότε ονομάζεται [[πάγος]], ή αέρια, οπότε λέγεται [[υδρατμός]]
#: ''πόσιμο '''''νερό''''', ''πίνω '''''νερό''''', ''βρώμικα '''''νερά'''''
#: {{πχ}} ''πόσιμο '''''νερό''''', ''πίνω '''''νερό''''', ''βρώμικα '''''νερά'''''
#: '''ιαματικό''' νερό : νερό με θεραπευτικές ιδιότητες, συνήθως χάρη στην υψηλή θερμοκρασία του
#: {{πχ}} '''ιαματικό''' νερό : νερό με θεραπευτικές ιδιότητες, συνήθως χάρη στην υψηλή θερμοκρασία του
#: '''επιτραπέζιο''' νερό : το νερό που διατίθεται εμφιαλωμένο και συνήθως αντλείται από ελεγχόμενες πηγές
#: {{πχ}} '''επιτραπέζιο''' νερό : το νερό που διατίθεται εμφιαλωμένο και συνήθως αντλείται από ελεγχόμενες πηγές
#: '''ανθρακούχο''' νερό : το νερό που διατίθεται εμφιαλωμένο με το αέριο της πηγής
#: {{πχ}} '''ανθρακούχο''' νερό : το νερό που διατίθεται εμφιαλωμένο με το αέριο της πηγής
# (''στον πληθυντικό'') {{βλ|νερά}}
# (''στον πληθυντικό'') {{βλ|νερά}}


===={{εκφράσεις}}====
===={{εκφράσεις}}====
''Δείτε τις εκφράσεις με το [[νερά|''νερά'' μόνο στον πληθυντικό]]<br>
''Δείτε τις εκφράσεις με το [[νερά|''νερά'' μόνο στον πληθυντικό]]<br>
Εκφράσεις με το '''νερό''' μόνο στον ενικό:
''Εκφράσεις με το'' '''νερό''' ''μόνο στον ενικό:''
* [[αμίλητος|αμίλητο]] '''νερό''' / [[πίνω|ήπιε]] [[το αμίλητο νερό]]: για κάποιον που δεν μιλάει πολύ
* '''[[κάνω]] [[μια τρύπα στο νερό]]''' : αποτυγχάνω
* '''[[βάζω]] [[το νερό στ' αυλάκι]]''' : οδηγώ μια υπόθεση σε καλό δρόμο
* [[βάζω νερό στο κρασί μου]]: γίνομαι πιο διαλλακτικός ή λιγότερο απαιτητικός
* [[βάζω]] [[το νερό στ' αυλάκι]]: οδηγώ μια υπόθεση σε καλό δρόμο
* '''ένα [[ποτήρι]] νερό''' : η στοιχειώδης φροντίδα και περιποίηση σε κάποιον
* [[ένα ποτήρι νερό]]: η στοιχειώδης φροντίδα και περιποίηση σε κάποιον
* '''[[το αίμα νερό δε γίνεται]]''' : οι οικογενειακοί δεσμοί δεν επιτρέπουν έχθρητες
* (το) [[μαθαίνω|έμαθα]] [[νεράκι]]: έμαθα ένα κείμενο να το λέω γρήγορα, το αποστήθισα
* '''[[βάζω νερό στο κρασί μου]]''' : γίνομαι πιο διαλλακτικός ή λιγότερο απαιτητικός
* [[κάνω μία τρύπα στο νερό]]
* '''[[πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό]]''' : είμαι ανίκανος να αντιμετωπίσω την παραμικρή δυσκολία
* [[κάνω νερά]]
* '''καραβοκύρης [[του γλυκού νερού]]''': για όποιον είναι μόνον για εύκολα, όπως οι βαρκάρηδες που είναι συνηθισμένοι σε λίμνες και δεν ξέρουν από ανοιχτό πέλαγος
* [[λέω το νερό νεράκι|είπαμε το νερό νεράκι]]: διψάσαμε
* '''το έμαθα [[νεράκι]]''': έμαθα ένα κείμενο να το λέω γρήγορα, το αποστήθισα
* [[νερό κι αλάτι]] (όσα/ό,τι είπαμε): ας ξεχάσουμε ότι είπαμε και ας δώσουμε τέλος στην παρεξήγηση
* '''έφτασε στην πηγή και δεν ήπιε νερό''': έφτασε κοντά σε έναν στόχο, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε να τον ολοκληρώσει επιτυχώς
* [[πίνω νερό στο όνομα|πίνω νερό στο όνομά]] του: θαυμάζω κάποιον
* '''[[κάνω νερά]]''': φέρομαι ύποπτα, αλλάζω τη στάση μου απέναντι σε κάποιον με αρνητικές συνέπειες γι' αυτόν, τα γυρνάω
* [[πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό]]: είμαι ανίκανος να αντιμετωπίσω την παραμικρή δυσκολία
* '''[[πίνω νερό στο όνομα|πίνω νερό στο όνομά]] του''': θαυμάζω κάποιον
* '''μοιάζουν [[σαν δυο σταγόνες νερό]]''': για κάποιους μου μοιάζουν πάρα πολύ, σχεδόν ίδιοι
* [[σα δυο σταγόνες νερό]] / [[μοιάζω|μοιάζουν]] [[σαν δυο σταγόνες νερό]]: για κάποιους μου μοιάζουν πάρα πολύ, σχεδόν ίδιοι
* '''ήπιε [[το αμίλητο νερό]]''': για κάποιον που δεν μιλάει πολύ
* [[το αίμα νερό δε γίνεται]]: οι οικογενειακοί δεσμοί δεν επιτρέπουν έχθρητες
* [[του γλυκού νερού]] / [[καραβοκύρης]] [[του γλυκού νερού]]: για όποιον είναι μόνον για εύκολα, όπως οι βαρκάρηδες που είναι συνηθισμένοι σε λίμνες και δεν ξέρουν από ανοιχτό πέλαγος
* '''[[λέω το νερό νεράκι|είπαμε το νερό νεράκι]]''': διψάσαμε
* [[φτάνω|έφτασε]] στην [[πηγή]] και δεν [[πίνω|ήπιε]] '''νερό''': έφτασε κοντά σε έναν στόχο, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε να τον ολοκληρώσει επιτυχώς
* (όσα/ό,τι είπαμε) '''[[νερό κι αλάτι]]''': ας ξεχάσουμε ότι είπαμε και ας δώσουμε τέλος στην παρεξήγηση


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
Γραμμή 44: Γραμμή 45:
* [[νερουλιάζω]]
* [[νερουλιάζω]]
* [[νερώνω]]
* [[νερώνω]]
*{{βλ|νέος}}
{{))}}
{{))}}
* {{βλ|και=2|νέος}}


===={{σύνθετα}}====
===={{σύνθετα}}====
* [[νερο-]] {{π-κατ||νερο-}}
{{((}}
* [[-νερο]] {{π-κατ||-νερο}}
* [[νεροβράζω]]
* '''-νέρι''' {{π-κατ||-νέρι}} ''κυρίως τοπωνύμια''
* [[νερόβρασμα]]
* [[νερόβραστος]]
* [[νεροδεσιά]]
* [[νεροζούμι]]
* [[νεροκαμένος]]
* [[νεροκανάτα]]
* [[νερολαδιά]]
* [[νερόλακκος]]
* [[νερομάζωμα]]
* [[νερομάνα]]
* [[νερομπογιά]]
* [[νερόμυλος]]
* [[νεροσωλήνας]]
* [[νεροτσουλήθρα]]
* [[νερόφιδο]]
* [[αγγουρόνερο]]
* [[αλατόνερο]]
* [[ανθόνερο]]
* [[ασβεστόνερο]]
* [[βαλτόνερο]]
* [[βουρκόνερο]]
* [[βρομόνερο]]
* [[βροχόνερο]]
* [[θαλασσόνερο]]
* [[λασπόνερο]]
* [[πηγαδόνερο]]
* [[ροδόνερο]]
* [[ρυζόνερο]]
* [[σαπουνόνερο]]
* [[σταχτόνερο]]
* [[τριανταφυλλόνερο]]
* [[χιονόνερο]]
{{))}}


===={{βλέπε}}====
===={{βλέπε}}====
* [[νιρό]] <!-- ? διάλεκτος ? -->
* [[νιρό]] <!-- ? διάλεκτος ? -->
* ''στα {{tsd}}:'' [[ύο]]
{{ΒΠ}}
{{ΒΠ}}
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
Γραμμή 147: Γραμμή 117:
* {{lt}} : {{τ|lt|vanduo}} ''α''
* {{lt}} : {{τ|lt|vanduo}} ''α''
* {{jbo}} : {{τ|jbo|djacu|noentry=1}}
* {{jbo}} : {{τ|jbo|djacu|noentry=1}}
{{μτφ-μέση}}
* {{lb}} : {{τ|lb|Waasser}} ''ο''
* {{lb}} : {{τ|lb|Waasser}} ''ο''
* {{ms}} : {{τ|ms|air}}
* {{ms}} : {{τ|ms|air}}
Γραμμή 161: Γραμμή 130:
* {{cy}} : {{τ|cy|dwfr}} ''α'', [[dŵr]] ''α''
* {{cy}} : {{τ|cy|dwfr}} ''α'', [[dŵr]] ''α''
* {{hu}} : {{τ|hu|víz}}
* {{hu}} : {{τ|hu|víz}}
* {{uk}} : {{τ|uk|вода}}
* {{ur}} : {{τ|ur|پانی|tr=pāni}}, {{τ|ur|آب|tr=āb}}
* {{ur}} : {{τ|ur|پانی|tr=pāni}}, {{τ|ur|آب|tr=āb}}
* {{fa}} : {{τ|fa|آب|tr=āb}}
* {{fa}} : {{τ|fa|آب|tr=āb}}
Γραμμή 204: Γραμμή 174:
* {{hi}} : {{τ|hi|पानी|tr=pānī}}
* {{hi}} : {{τ|hi|पानी|tr=pānī}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}

==={{πηγές}}===
* {{Π:Συμεωνίδη}}


==={{αναφορές}}===
==={{αναφορές}}===
<references/>
<references/>

==={{πηγές}}===
* {{Π:ΛΚΝ}}
* {{Π:Κάτος|αρ=9983}}
*: <small>Με πολλά παραδείγματα εκφράσεων.</small>
* {{Π:ΑΛΝΕ|-νερο-|νερο-|0=-}}, {{Π:ΑΛΝΕ|-νέρι}}


----

=={{-gkm-}}==

==={{ουσιαστικό|gkm}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
* {{γρ|νερόν|μορφή|gkm}}


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Τελευταία αναθεώρηση της 10:40, 26 Σεπτεμβρίου 2024

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νερό τα νερά
      γενική του νερού των νερών
    αιτιατική το νερό τα νερά
     κλητική νερό νερά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Νερό σε ποτήρι.
Σταγόνα νερού.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νερό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νερό(ν) με χαμήλωση του /i/ σε /e/ δίπλα σε υγρό[1] < ελληνιστική κοινή νηρόν (νηρόν ὕδωρ: φρέσκο νερό) → δείτε και τη λέξη νεαρός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /neˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ρό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νερό ουδέτερο

  1. (χημικός τύπος: H2O) το άχρωμο και συνήθως άοσμο και άγευστο υγρό στοιχείο της φύσης, που προκύπτει από τη χημική ένωση δύο ατόμων υδρογόνου και ενός ατόμου οξυγόνου· σχηματίζει τα ποτάμια, τις λίμνες, τις θάλασσες, τις πηγές, τη βροχή, αποτελεί το 70% του ανθρώπινου οργανισμού και συντελεί καταλυτικά στη ζωή και την ανάπτυξη όλων των φυτικών και ζωικών οργανισμών· μπορεί να παίρνει, υπό κατάλληλες συνθήκες, στερεά μορφή, οπότε ονομάζεται πάγος, ή αέρια, οπότε λέγεται υδρατμός
    πόσιμο νερό, πίνω νερό, βρώμικα νερά
    ιαματικό νερό : νερό με θεραπευτικές ιδιότητες, συνήθως χάρη στην υψηλή θερμοκρασία του
    επιτραπέζιο νερό : το νερό που διατίθεται εμφιαλωμένο και συνήθως αντλείται από ελεγχόμενες πηγές
    ανθρακούχο νερό : το νερό που διατίθεται εμφιαλωμένο με το αέριο της πηγής
  2. (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη νερά

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε τις εκφράσεις με το νερά μόνο στον πληθυντικό
Εκφράσεις με το νερό μόνο στον ενικό:

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε και τη λέξη νέος

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νερό ουδέτερο