πριονίδι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ απλοποίηση προτ. κλίσης |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-'τραγούδι' |
{{el-κλίσ-'τραγούδι'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < [[πριόνι]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[πριόνι]] |
Αναθεώρηση της 08:39, 5 Αυγούστου 2013
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πριονίδι | τα | πριονίδια |
γενική | του | πριονιδιού | των | πριονιδιών |
αιτιατική | το | πριονίδι | τα | πριονίδια |
κλητική | πριονίδι | πριονίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- πριονίδι < πριόνι
Ουσιαστικό
πριονίδι ουδέτερο
- πολύ μικρά ξέσματα ξύλου, σχεδόν σε μορφή σκόνης, που συνήθως προέρχονται από το πριόνισμα ξύλου
- (κατ’ επέκταση) μικρά κομματάκια ξύλου, ροκανίδια
Μεταφράσεις
πριονίδι
|