νερό: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Poursa0 (συζήτηση | συνεισφορές)
Ετικέτα: επεξεργασία κώδικα 2017
Γραμμή 74: Γραμμή 74:
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|water}}
* {{en}} : {{τ|en|water}}
**Παλαιά Αγγλικά: [[wæter]] ''ο''
** {{ang}} (παλαιά αγγλικά): [[wæter]] ''ο''
* {{az}} : {{τ|az|su}}
* {{az}} : {{τ|az|su}}
* ([[Aymara]]): [[uma]]
* ([[Aymara]]): [[uma]]
* {{sq}} : {{τ|sq|ujë}}
* {{sq}} : {{τ|sq|ujë}}
* {{als}} : {{τ|als|Wasser}} ''ο''
* {{gsw}} : {{τ|gsw|Wasser}} ''ο''
* {{ar}} : {{τ|ar|ماء|tr=māʾ}}
* {{ar}} : {{τ|ar|ماء|tr=māʾ}}
* {{hy}} : {{τ|hy|ջուր|tr=ǰour}}
* {{hy}} : {{τ|hy|ջուր|tr=ǰour}}

Αναθεώρηση της 07:13, 22 Ιουλίου 2020

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νερό τα νερά
      γενική του νερού των νερών
    αιτιατική το νερό τα νερά
     κλητική νερό νερά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
νερό σε ποτήρι
σταγόνα νερού

Ετυμολογία

νερό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νερό(ν) με χαμήλωση του /i/ σε /e/ δίπλα σε υγρό[1] < ελληνιστική κοινή νηρόν (νηρόν ὕδωρ: φρέσκο νερό) < νηρός < αρχαία ελληνική νεαρός < νέος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *néwos (νέος) < *nu (τώρα)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

το νερό ουδέτερο

  1. (χημικός τύπος: H2O) το άχρωμο και συνήθως άοσμο και άγευστο υγρό στοιχείο της φύσης, που προκύπτει από τη χημική ένωση δύο ατόμων υδρογόνου και ενός ατόμου οξυγόνου· σχηματίζει τα ποτάμια, τις λίμνες, τις θάλασσες, τις πηγές, τη βροχή, αποτελεί το 70% του ανθρώπινου οργανισμού και συντελεί καταλυτικά στη ζωή και την ανάπτυξη όλων των φυτικών και ζωικών οργανισμών· μπορεί να παίρνει, υπό κατάλληλες συνθήκες, στερεά μορφή, οπότε ονομάζεται πάγος, ή αέρια, οπότε λέγεται υδρατμός
    πόσιμο νερό, πίνω νερό, βρώμικα νερά
    ιαματικό νερό : νερό με θεραπευτικές ιδιότητες, συνήθως χάρη στην υψηλή θερμοκρασία του
    επιτραπέζιο νερό : το νερό που διατίθεται εμφιαλωμένο και συνήθως αντλείται από ελεγχόμενες πηγές
    ανθρακούχο νερό : το νερό που διατίθεται εμφιαλωμένο με το αέριο της πηγής
  2. (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη νερά

Εκφράσεις

Δείτε τις εκφράσεις με το νερά μόνο στον πληθυντικό
Εκφράσεις με το νερό μόνο στον ενικό:

Συγγενικά

Σύνθετα

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις

Αναφορές