πριονίδι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ PAWS - συντήρηση: μείον κενές γραμμές στις Μεταφράσεις
μ PAWS - συντήρηση: αφαίρεση μτφ-μέση από τις Μεταφράσεις
Γραμμή 36: Γραμμή 36:
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 00:30, 3 Φεβρουαρίου 2022

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πριονίδι τα πριονίδια
      γενική του πριονιδιού των πριονιδιών
    αιτιατική το πριονίδι τα πριονίδια
     κλητική πριονίδι πριονίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πριονίδι < πριόνι

Ουσιαστικό

πριονίδι ουδέτερο

  1. πολύ μικρά ξέσματα ξύλου, σχεδόν σε μορφή σκόνης, που συνήθως προέρχονται από το πριόνισμα ξύλου
  2. (κατ’ επέκταση) μικρά κομματάκια ξύλου, ροκανίδια

Μεταφράσεις