δικάσιμος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ PAWS - συντήρηση: αφαίρεση μτφ-μέση από τις Μεταφράσεις |
{{el-κλίση-'όμορφος'}} |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίση-'όμορφος'}} |
|||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} |
Τελευταία αναθεώρηση της 08:15, 9 Αυγούστου 2022
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δικάσιμος < αρχαία ελληνική
Επίθετο
[επεξεργασία]δικάσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να δικαστεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δικάσιμος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δικάσιμος θηλυκό (καθομιλουμένη) δικάσιμη
- (νομικός όρος) η μέρα κατά την οποία διεξάγεται μια δίκη
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δικάσιμος
|