πριονίδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

πριονίδι < πριόνι

Ουσιαστικό

πριονίδι ουδέτερο

  1. πολύ μικρά ξέσματα ξύλου, σχεδόν σε μορφή σκόνης, που συνήθως προέρχονται από το πριόνισμα ξύλου
  2. (κατ’ επέκταση) μικρά κομματάκια ξύλου, ροκανίδια

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «πριονιδι'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'πριονίδι'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «πριονιδι».