πριονίδι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πριονίδι < πριόνι
Ουσιαστικό
πριονίδι ουδέτερο
- πολύ μικρά ξέσματα ξύλου, σχεδόν σε μορφή σκόνης, που συνήθως προέρχονται από το πριόνισμα ξύλου
- (κατ’ επέκταση) μικρά κομματάκια ξύλου, ροκανίδια
Μεταφράσεις
πριονίδι
|
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «πριονιδι'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'πριονίδι'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «πριονιδι».