πριονίδι

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 08:39, 5 Αυγούστου 2013 από τον Flubot (συζήτηση | συνεισφορές) (απλοποίηση προτ. κλίσης)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πριονίδι τα πριονίδια
      γενική του πριονιδιού των πριονιδιών
    αιτιατική το πριονίδι τα πριονίδια
     κλητική πριονίδι πριονίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πριονίδι < πριόνι

Ουσιαστικό

πριονίδι ουδέτερο

  1. πολύ μικρά ξέσματα ξύλου, σχεδόν σε μορφή σκόνης, που συνήθως προέρχονται από το πριόνισμα ξύλου
  2. (κατ’ επέκταση) μικρά κομματάκια ξύλου, ροκανίδια

Μεταφράσεις