quantification

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 12:20, 18 Μαΐου 2017 από τον Flubot (συζήτηση | συνεισφορές) (διαγραφή των interwikis)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
quantification quantifications

quantification (fr) θηλυκό

  1. υπολογισμός μιας ποσότητας
  2. (φυσική) διαίρεση σε κβάντα