section
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]section (en)
- ο τομέας
- (κατ’ επέκταση) η παράγραφος
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]section (fr) θηλυκό
- ο τομέας, το τμήμα
- (κατ’ επέκταση) η παράγραφος