έγκλημα πολέμου
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έγκλημα πολέμου | τα | εγκλήματα πολέμου |
γενική | του | εγκλήματος πολέμου | των | εγκλημάτων πολέμου |
αιτιατική | το | έγκλημα πολέμου | τα | εγκλήματα πολέμου |
κλητική | έγκλημα πολέμου | εγκλήματα πολέμου | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έγκλημα πολέμου < → δείτε τις λέξεις έγκλημα και πόλεμος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]έγκλημα πολέμου ουδέτερο
- (νομικός όρος, στρατιωτικός όρος) αξιόποινο αδίκημα, με βάση το διεθνές δίκαιο, για παραβιάσεις του δικαίου του πολέμου από οποιοδήποτε πρόσωπο ή πρόσωπα, στρατιωτικό ή πολιτικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)