willingness

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 01:57, 4 Απριλίου 2024 από τον Stephilippou (συζήτηση | συνεισφορές)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
willingness < willing + -ness

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

willingness (en) (μη μετρήσιμο, ενικός)