άβακας

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 19:48, 24 Αυγούστου 2024 από τον Texniths (συζήτηση | συνεισφορές) ({{παράγωγα}})
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άβακας οι άβακες
      γενική του άβακα των αβάκων
    αιτιατική τον άβακα τους άβακες
     κλητική άβακα άβακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένας άβακας (αριθμητήριο)
Ο άβαξ (πλάκα) της Σαλαμίνος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άβακας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄβαξ[1][2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈa.va.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐βα‐κας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

άβακας αρσενικό

  1. τετράγωνη επίπεδη πλάκα από σχιστόλιθο ή ξύλο για χάραξη γεωμετρικών σχημάτων
  2. επίπεδη επιφάνεια, συνήθως τετράπλευρη, που χρησιμοποιείται για επιτραπέζια παιχνίδια, π.χ. σκακιέρα
  3. πλάκα που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία
  4. (αρχαιολογία) τετράγωνη πλάκα στο πάνω μέρος του κιονόκρανου όπου ακουμπά το επιστύλιο
  5. αριθμητήριο, όργανο αποτελούμενο από σειρές χανδρών, που χρησιμοποιείται για καταμέτρηση αντικειμένων και εκτέλεση απλών αριθμητικών πράξεων
  6. (στρατιωτικός όρος) τμήμα διόπτρας πυροβόλου όπλου
  7. (ναυπηγικός όρος) η κάθετη πρύμη της λέμβου
     συνώνυμα:: παπαδιά, καθρέφτης

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. άβακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. άβακαςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)