δεσμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
αρσενικό αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική ο δεσμός οι δεσμοί τα δεσμά
      γενική του δεσμού των δεσμών των δεσμών
    αιτιατική τον δεσμό τους δεσμούς τα δεσμά
     κλητική δεσμέ δεσμοί δεσμά
Κατηγορία όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεσμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δεσμός. Για την ερωτική σχέση και τον χημικό όρο, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική lien και από την αγγλική bond[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ðeˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δε‐σμός

Ουσιαστικό

δεσμός αρσενικό (πληθυντικός: οι δεσμοί, με άλλη σημασία τα δεσμά)

  1. οτιδήποτε συνδέει μεταξύ τους δύο άτομα ή σύνολα από συναισθηματική, κοινωνική, οικονομική κ.α. άποψη
    οι ακατάλυτοι δεσμοί φιλίας ανάμεσα στους δύο λαούς
  2. η ερωτική σχέση
    η Μαρία έχει δεσμό με τον Ηλία εδώ και τρία χρόνια
  3. το πρόσωπο με το οποίο κάποιος διατηρεί ερωτική σχέση
    Η Μαρία μετά από τρία χρόνια αποφάσισε να μας συστήσει το δεσμό της
  4. (χημεία) η δύναμη που αλληλεπιδρά μεταξύ γειτονικών ατόμων και τα κάνει να σχηματίζουν μια χημική ένωση
  5. κόμπος
    στη φράση: ο Γόρδιος δεσμός

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
δεσμ- 

σύνθετα με το -δεσμος

όπως

Μεταφράσεις

Αναφορές



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     πληθυντικός  
αρσενικό αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική δεσμός οἱ δεσμοί τὰ δεσμᾰ́
      γενική τοῦ δεσμοῦ τῶν δεσμῶν τῶν δεσμῶν
      δοτική τῷ δεσμ τοῖς δεσμοῖς τοῖς δεσμοῖς
    αιτιατική τὸν δεσμόν τοὺς δεσμούς τὰ δεσμά
     κλητική ! δεσμέ δεσμοί δεσμά
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δεσμώ
γεν-δοτ τοῖν  δεσμοῖν
Και δεύτερος πληθυντικός όπως το «φυτόν».
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεσμός < θέμα δε- (< δέω / δῶ (δένω) < *δεjω) + -σμός Συγγενή: ήδη μυκηναϊκή 𐀆𐀰𐀗 (de-so-mo, ζώνη σπαθιού).[1]

Ουσιαστικό

δεσμός αρσενικό

Εκφράσεις

Παράγωγα

 ετυμολογικό πεδίο 
δεσμ- 

όπως (δείτε και τα σύνθετά τους)

Σύνθετα του -δεσμός

Πηγές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.