διασπέρνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διασπέρνω < αρχαία ελληνική διασπείρω ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική disseminate)
Ρήμα
διασπέρνω
- (σπάνιο) άλλη μορφή του διασπείρω
Μεταφράσεις
διασπέρνω
|