θεληματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θεληματικός < θέλημα
Προφορά
- ΔΦΑ : /θe.li.ma.tiˈkos/
Επίθετο
θεληματικός, ή, ό
- που χαρακτηρίζεται από ισχυρή θέληση
- που δείχνει άνθρωπο με ισχυρή θέληση
- θεληματικό πηγούνι
- εκούσιος, με τη θέληση κάποιου