κρύσταλλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κρύσταλλος οι κρύσταλλοι
      γενική του/της
του
κρυστάλλου
κρύσταλλου
των κρυστάλλων
κρύσταλλων
    αιτιατική τον/την κρύσταλλο τους/τις
τους
κρυστάλλους
κρύσταλλους
     κλητική κρύσταλλε κρύσταλλοι
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κρύσταλλοι ορυκτού χαλαζία

Ετυμολογία

κρύσταλλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρύσταλλος Συγκρίνετε με το κρύσταλλο

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkɾi.sta.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρύ‐σταλ‐λος

Ουσιαστικό

κρύσταλλος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (φυσική) οποιοδήποτε στερεό παρουσιάζει κανονική πολυεδρική διάταξη των δομικών του μερών μετά από διαδικασία κρυστάλλωσης
    υγρή κρύσταλλος
  2. διαφανές σκληρό υλικό που μοιάζει με κρύσταλλο
  3. (λόγιο) το κρύσταλλο

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

→ και δείτε τη λέξη κρύσταλλο

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις

Αναφορές



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κρύσταλλος οἱ κρύσταλλοι
      γενική τοῦ κρυστάλλου τῶν κρυστάλλων
      δοτική τῷ κρυστάλλ τοῖς κρυστάλλοις
    αιτιατική τὸν κρύσταλλον τοὺς κρυστάλλους
     κλητική ! κρύσταλλε κρύσταλλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κρυστάλλω
γεν-δοτ τοῖν  κρυστάλλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρύσταλλος, ήδη στον Όμηρο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κρύσταλλος αρσενικό

  1. καθαρός και διαυγής πάγος
  2. λήθαργος, νάρκη

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές