κρύσταλλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | κρύσταλλος | οι | κρύσταλλοι |
γενική | του/της του |
κρυστάλλου κρύσταλλου |
των | κρυστάλλων & κρύσταλλων |
αιτιατική | τον/την | κρύσταλλο | τους/τις τους |
κρυστάλλους κρύσταλλους |
κλητική | κρύσταλλε | κρύσταλλοι | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- κρύσταλλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρύσταλλος Συγκρίνετε με το κρύσταλλο
- για επιστημονικούς όρους < λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική cristal < λατινική crystallus < αρχαία ελληνική κρύσταλλος) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkɾi.sta.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρύ‐σταλ‐λος
Ουσιαστικό
κρύσταλλος αρσενικό ή θηλυκό
- (φυσική) οποιοδήποτε στερεό παρουσιάζει κανονική πολυεδρική διάταξη των δομικών του μερών μετά από διαδικασία κρυστάλλωσης
- ↪ υγρή κρύσταλλος
- διαφανές σκληρό υλικό που μοιάζει με κρύσταλλο
- (λόγιο) το κρύσταλλο
Πολυλεκτικοί όροι
- υγρός κρύσταλλος: υλικό που παρουσιάζει στοιχεία κρυσταλλικότητας αλλά και ρευστότητας
- ορεία κρύσταλλος: είδος χαλαζία με υαλώδη λάμψη
Συγγενικά
→ και δείτε τη λέξη κρύσταλλο
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
κρύσταλλος
Αναφορές
- ↑ κρύσταλλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κρύσταλλος | οἱ | κρύσταλλοι |
γενική | τοῦ | κρυστάλλου | τῶν | κρυστάλλων |
δοτική | τῷ | κρυστάλλῳ | τοῖς | κρυστάλλοις |
αιτιατική | τὸν | κρύσταλλον | τοὺς | κρυστάλλους |
κλητική ὦ! | κρύσταλλε | κρύσταλλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κρυστάλλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κρυστάλλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
κρύσταλλος, ήδη στον Όμηρο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κρύσταλλος αρσενικό
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- κρύσταλλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κρύσταλλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βιομήχανος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)