instinct
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
ενικός | πληθυντικός |
instinct | instincts |
Ουσιαστικό
instinct (en)
Πηγές
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 219, 295. ISBN 9780194325684., λήμμα: διαίσθηση, ένστικτο
Γαλλικά (fr)
Προφορά
Ουσιαστικό
ενικός | πληθυντικός |
instinct | instincts |
instinct (fr) αρσενικό
- το ένστικτο