nom

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.
Δείτε επίσης: non

Προφορά

ΔΦΑ : /nɔ̃/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
nom noms

nom (fr) αρσενικό

  1. το όνομα
    Quel est le nom de cette plante ? : Πώς το λένε αυτό το φυτό;
  2. το επίθετο, το επώνυμο
    Pouvez-vous épeler votre nom, s'il-vous-plaît ? : Μπορείτε να πείτε πώς γράφεται το (οικογενειακό) όνομά σας, παρακαλώ;
  3. (γραμματική) το ουσιαστικό


Συγγενικά