sound
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
Επίθετο
παραθετικά | |
θετικός | sound |
συγκριτικός | sounder |
υπερθετικός | soundest |
sound (en)
- υγιής, αβλαβής
- he is safe and sound - είναι σώος και αβλαβής
- ολοκληρωμένος, στέρεος, ασφαλής
- (για ύπνο) βαθύς, αδιατάρακτος
- ισχυρός, δυνατός, βαρύς
- a sound beating
- (νομικός όρος) έγκυρος, με νομική ισχύ
- a sound title of property
- αιτιακά πλήρης
Παράγωγα
Ουσιαστικό
ενικός | πληθυντικός |
sound | sounds |
sound (en)
- ο ήχος
- ↪ Phonetic symbols represent sounds.
- Τα φωνητικά σύμβολα αναπαριστούν ήχους.
- ↪ Phonetic symbols represent sounds.
Δείτε επίσης
Ρήμα
ενεστώτας | sound |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sounds |
αόριστος | sounded |
παθητική μετοχή | sounded |
ενεργητική μετοχή | sounding |
sound (en)
- ακούγομαι, δίνει ειδική εντύπωση όταν ακούγεται ή διαβάζεται
- ↪ That sounds interesting/funny/strange.
- Αυτό ακούγεται ενδιαφέρον/αστείο/παράξενο.
- ↪ Something must not be right, it sounds weird to me.
- Κάτι δεν πρέπει να είναι σωστό, μου ακούγεται παράξενα.
- ↪ That sounds interesting/funny/strange.