Εσταυρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Εσταυρωμένος < εσταυρωμένος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Εσταυρωμένος
- (θρησκεία) ο Ιησούς Χριστός σε αγιογραφία της Σταύρωσης
- ο ξύλινος σταυρός με το σώμα του Ιησού Χριστού που φέρεται στη μεσαία κόγχη του ιερού των ορθοδόξων εκκλησιών πίσω από την αγία τράπεζα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Εσταυρωμένος
|