δυνατά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]δυνατά < δυνατός
Επίρρημα
[επεξεργασία]δυνατά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]δυνατά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δυνατό