Jump to content

οριστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ὁριστικός (horistikós).

Adjective

[edit]

οριστικός (oristikósm (feminine οριστική, neuter οριστικό)

  1. definitive (conclusive or decisive; not subject to subsequent alteration)
  2. final, in a final stage
  3. (grammar) definite
    Antonym: αόριστος (aóristos)

Declension

[edit]
Declension of οριστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative οριστικός (oristikós) οριστική (oristikí) οριστικό (oristikó) οριστικοί (oristikoí) οριστικές (oristikés) οριστικά (oristiká)
genitive οριστικού (oristikoú) οριστικής (oristikís) οριστικού (oristikoú) οριστικών (oristikón) οριστικών (oristikón) οριστικών (oristikón)
accusative οριστικό (oristikó) οριστική (oristikí) οριστικό (oristikó) οριστικούς (oristikoús) οριστικές (oristikés) οριστικά (oristiká)
vocative οριστικέ (oristiké) οριστική (oristikí) οριστικό (oristikó) οριστικοί (oristikoí) οριστικές (oristikés) οριστικά (oristiká)

Derived terms

[edit]
Multiword terms
[edit]

Further reading

[edit]