οριστικός
Appearance
See also: ὁριστικός
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ὁριστικός (horistikós).
Adjective
[edit]οριστικός • (oristikós) m (feminine οριστική, neuter οριστικό)
- definitive (conclusive or decisive; not subject to subsequent alteration)
- final, in a final stage
- (grammar) definite
- Antonym: αόριστος (aóristos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | οριστικός (oristikós) | οριστική (oristikí) | οριστικό (oristikó) | οριστικοί (oristikoí) | οριστικές (oristikés) | οριστικά (oristiká) | |
genitive | οριστικού (oristikoú) | οριστικής (oristikís) | οριστικού (oristikoú) | οριστικών (oristikón) | οριστικών (oristikón) | οριστικών (oristikón) | |
accusative | οριστικό (oristikó) | οριστική (oristikí) | οριστικό (oristikó) | οριστικούς (oristikoús) | οριστικές (oristikés) | οριστικά (oristiká) | |
vocative | οριστικέ (oristiké) | οριστική (oristikí) | οριστικό (oristikó) | οριστικοί (oristikoí) | οριστικές (oristikés) | οριστικά (oristiká) |
Derived terms
[edit]Multiword terms
- οριστική έγκλιση f (oristikí égklisi)
- οριστικό άρθρο n (oristikó árthro)
Related terms
[edit]Further reading
[edit]- οριστικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language