ακροτελεύτιος
Étymologie
modifier- Du grec ancien ἀκροτελεύτιον, akroteleútion (« fin de vers, rime »).
Adjectif
modifierακροτελεύτιος, akrotelevtios \a.kɾo.teˈle.fti.os\
- Final, dernier.
Tο ακροτελεύτιο άρθρο αναφέρεται στην έναρξη της ισχύος του νόμου.
- Le dernier article fait référence à l'entrée en vigueur de la loi.
Synonymes
modifierApparentés étymologiques
modifier- άκρος (« extrême »)
Références
modifier- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ακροτελεύτιος)