περιφρόνηση
Étymologie
modifier- Du grec ancien περιφρόνησις, periphrónêsis.
Nom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | περιφρόνηση | οι | περιφρονήσεις |
Génitif | της | περιφρόνησης περιφρονήσεως |
των | περιφρονήσεων |
Accusatif | τη(ν) | περιφρόνηση | τις | περιφρονήσεις |
Vocatif | περιφρόνηση | περιφρονήσεις |
περιφρόνηση (perifrónisi) \pɛ.ɾi.ˈfɾɔ.ni.si\ féminin
Dérivés
modifier