μαθητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μαθητής | οι | μαθητές & μαθητάδες ** |
γενική | του | μαθητή & μαθητού * |
των | μαθητών & μαθητάδων |
αιτιατική | τον | μαθητή | τους | μαθητές & μαθητάδες |
κλητική | μαθητή | μαθητές & μαθητάδες | ||
* λόγιος τύπος σε επίσημο ή ειρωνικό ύφος λόγου ** οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού, λαϊκότροποι | ||||
Κατηγορία όπως «καθηγητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαθητής < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μαθητής < μανθάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mn̥(s)-dʰh₁- < *men- + *dʰeh₁-, < μάθημα + .τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαθητής αρσενικό (θηλυκό μαθήτρια)
- αυτός που παρακολουθεί τα μαθήματα ενός δασκάλου, που διδάσκεται από αυτόν
- ο Αλέξανδρος ήταν μαθητής του Αριστοτέλη
- αυτός που παρακολούθησε τη διδασκαλία ενός σημαντικού δασκάλου, επιστήμονα, φιλοσόφου, θρησκευτικού ηγέτη κλπ και συνεχίζει το έργο του
- οι μαθητές του Χριστού
- αυτός που φοιτά σε ένα σχολείο, δημοτικό, γυμνάσιο ή λύκειο
Συγγενικά
επεξεργασία- μαθητικός
- μαθητούδι
- μαθητόκοσμος
- μαθητολόγιο
- μαθηταριό
- → και δείτε τη λέξη μαθαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαθητής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μαθητής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μαθητής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.